

Find information per region
Στη Δημοκρατία της Σλοβενίας, η αναγκαστική εκτέλεση ρυθμίζεται με ομοιόμορφο τρόπο από τον νόμο περί εκτέλεσης και εξασφάλισης αστικών απαιτήσεων (Zakon o izvršbi in zavarovanju, στο εξής: ZIZ). Ως αναγκαστική εκτέλεση νοείται η αναγκαστική εκτέλεση εκτελεστού τίτλου μέσω δικαστικής απόφασης που διατάζει την πραγμάτωση ορισμένης αξίωσης (παροχής, πραγματοποίησης ενέργειας, παράλειψης ενέργειας ή ανοχής ενέργειας). Εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης επιτρέπεται επίσης βάσει δημοσίου εγγράφου. Κατ’ εξαίρεση, η εκτέλεση σε οικογενειακές διαφορές μπορεί να συνεπάγεται την πραγμάτωση αξιώσεων αναφορικά με οικογενειακές σχέσεις.
Τα δικαστήρια, και συγκεκριμένα τα τοπικά δικαστήρια (okrajna sodišča), είναι αρμόδια να επιτρέπουν και να διενεργούν την αναγκαστική εκτέλεση.
Το δικαστήριο επιτρέπει την αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο.
Οι εκτελεστοί τίτλοι περιλαμβάνουν:
Ένας εκτελεστός τίτλος μπορεί να εκτελεστεί εάν περιέχει στοιχεία σχετικά με τον δανειστή, τον οφειλέτη και το αντικείμενο, το είδος, το εύρος και τον χρόνο εκπλήρωσης της ενοχής (άρθρο 21 παράγραφος 1 του ZIZ). Όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι απόφαση στην οποία δεν τάσσεται προθεσμία εκούσιας εκπλήρωσης της υποχρέωσης, η εν λόγω προθεσμία τάσσεται από το δικαστήριο με την απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης.
Οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και οι διαδικασίες για τη λήψη μέτρων προσωρινής προστασίας εκκινούν κατόπιν αιτήματος δανειστή. Το αίτημα μπορεί να κατατεθεί από τον ίδιο τον δανειστή, καθώς δεν είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση από δικηγόρο. Συνήθως, οι εν λόγω αιτήσεις επίσπευσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατατίθενται από δικηγόρο, ο οποίος διαθέτει τις σχετικές νομικές γνώσεις. Το τοπικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των εν λόγω υποθέσεων. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις σχετικά με την κατά τόπο αρμοδιότητα, οι αιτήσεις επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση δημόσιο έγγραφο ασκούνται ενώπιον του τοπικού δικαστηρίου της Λιουμπλιάνας (Okrajno sodišče v Ljubljani), το οποίο είναι αρμόδιο να αποφανθεί. Όσον αφορά τη δυνατότητα ή τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ηλεκτρονικής κατάθεσης αιτήσεων στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, παρακαλείστε να συμβουλευτείτε την ενότητα «Αυτόματη διαδικασία».
Απαιτείται η καταβολή δικαστικού τέλους για την κατάθεση αίτησης για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, ανακοπής ή έφεσης κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το δικαστικό τέλος πρέπει να καταβληθεί εντός 8 ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής του δικαστικού τέλους.
Εάν το δικαστικό τέλος δεν καταβληθεί εντός της εν λόγω προθεσμίας και δεν πληρούνται οι όροι για την απαλλαγή ή την αναβολή πληρωμής του δικαστικού τέλους ή για την καταβολή του σε δόσεις, το σχετικό δικόγραφο απορρίπτεται ως απαράδεκτο.
Όταν το δικαστήριο παραλαμβάνει αίτηση για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, εξετάζει εάν η αίτηση περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία και, στη συνέχεια, εκδίδει απόφαση περί της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την οποία επιτρέπει την αναγκαστική εκτέλεση ή απορρίπτει την αίτηση για ουσιαστικούς ή για τυπικούς λόγους. Σε περίπτωση που αίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο κοινοποιεί την απόφαση περί της αναγκαστικής εκτέλεσης στον δανειστή και τον οφειλέτη, ενώ σε περίπτωση που η αίτηση απορριφθεί, το δικαστήριο κοινοποιεί την απόφαση μόνο στον δανειστή. Το δικαστήριο κοινοποιεί στον δικαστικό επιμελητή την απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης με την οποία διορίζεται ο δικαστικός επιμελητής, δηλαδή την απόφαση διορισμού του δικαστικού επιμελητή, μαζί με αντίγραφα του συνόλου των εγγράφων που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης με τα μέσα και επί των αντικειμένων που ορίζονται στην αίτηση για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης. Πριν από τη λήξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του δανειστή, να επιτρέψει αναγκαστική εκτέλεση με πρόσθετα μέσα και επί διαφορετικών αντικειμένων.
Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αναγκαστική εκτέλεση με άλλο μέσο εκτέλεσης από αυτό που ζήτησε ο δανειστής σε περίπτωση που το εν λόγω εναλλακτικό μέσο είναι επαρκές για την ικανοποίηση της αξίωσης. Η απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση για την επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης δεν υπόκειται σε έφεση.
Η αναγκαστική εκτέλεση κινείται προτού η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, πλην όπου ο νόμος ορίζει διαφορετικά για συγκεκριμένα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο δανειστής δεν μπορεί να εισπράξει την απαίτησή του προτού η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, με εξαίρεση την περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει εκτελεστού τίτλου επί χρηματικού ποσού που ο οφειλέτης διατηρεί σε ίδρυμα πληρωμών (αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει εκτελεστού τίτλου), υπό τον όρο ότι ο εν λόγω εκτελεστός τίτλος επισυνάπτεται στην αίτηση για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης.
Το δικαστήριο, με την απόφασή του με την οποία επιτρέπει την αναγκαστική εκτέλεση, διορίζει, στο μέτρο που απαιτείται η λήψη μέτρων άμεσης εκτέλεσης, δικαστικό επιμελητή.
Δικαστικοί επιμελητές
Οι δικαστικοί επιμελητές είναι τα πρόσωπα που εφαρμόζουν τα ασφαλιστικά μέτρα και τα μέτρα άμεσης εκτέλεσης (διεξάγουν την εκτέλεση, δηλαδή κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία, καθορίζουν τις εγγυήσεις κ.λπ.). Οι δικαστικοί επιμελητές διορίζονται από τον αρμόδιο για θέματα δικαιοσύνης υπουργό. Ο αριθμός τους και η έδρα τους καθορίζονται ομοίως από τον εν λόγω υπουργό, κατά τρόπο ώστε να υπάρχει τουλάχιστον ένας δικαστικός επιμελητής ανά πρωτοδικείο (okrožno sodiščo), ενώ οι υπόλοιποι δικαστικοί επιμελητές κατανέμονται ανά πρωτοδικείο ανάλογα με τον αριθμό των υποθέσεων αναγκαστικής εκτέλεσης που άγονται ενώπιον των τοπικών δικαστηρίων στην περιφέρεια έκαστου πρωτοδικείου. Στις επιμέρους υποθέσεις αναγκαστικής εκτέλεσης, ο δικαστικός επιμελητής διορίζεται με απόφαση του δικαστηρίου, αλλά ο δανειστής δικαιούται να επιλέξει συγκεκριμένο υπάλληλο. Σε κάθε επιμέρους υπόθεση, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να εκτελέσει μέτρα στο σύνολο της επικράτειας της Δημοκρατίας της Σλοβενίας. Οι δικαστικοί επιμελητές εκτελούν καθήκοντα δημόσιου λειτουργού, στο πλαίσιο ανεξάρτητης δραστηριότητας.
Οι δικαστικοί επιμελητές ευθύνονται για κάθε ζημιά που τυχόν προκαλέσουν κατά την εκτέλεση ασφαλιστικών μέτρων ή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης με πράξη ή παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που υπέχουν βάσει του νόμου, των εκτελεστικών του κανονισμών ή δικαστικής απόφασης.
Σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης των υποχρεώσεών τους, οι δικαστικοί επιμελητές μπορούν να παυθούν με απόφαση του αρμόδιου για θέματα δικαιοσύνης υπουργού.
Έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης
Τα έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης καταβάλλονται καταρχάς από τον δανειστή. Ο δανειστής οφείλει να καταβάλει μια προκαταβολή έναντι του κόστους των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, στο ποσό και εντός της προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο. Σε περίπτωση που ο δανειστής δεν καταβάλει εμπρόθεσμα την προκαταβολή, το δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο οφειλέτης υποχρεούται να αποζημιώσει τον δανειστή, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, για τα έξοδα που ήταν απαραίτητα για την αναγκαστική εκτέλεση, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για την έρευνα των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των δαπανών για διαδικασίες που κινήθηκαν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Το δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί σχετικά με την επιδίκαση των εξόδων εντός οκτώ ημερών από την κατάθεση της σχετικής αίτησης.
Για τη διασφάλιση της αμοιβής του για τις υπηρεσίες του και της αποζημίωσής του για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να ζητήσει από τον δανειστή την καταβολή εγγύησης, εντός της προθεσμίας και στο ποσό που ορίζεται στον σχετικό κατάλογο αμοιβών. Ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να επιδώσει την κλήση προς καταβολή της εγγύησης στον ίδιο τον δανειστή, ενώ η κλήση πρέπει να περιέχει προειδοποιητική μνεία σχετικά με τις συνέπειες που επιφέρει η μη εμπρόθεσμη καταβολή της εγγύησης και υποβολή σχετικού αποδεικτικού καταβολής στον δικαστικό επιμελητή. Ο δικαστικός επιμελητής πρέπει επίσης να συμπεριλάβει στην κλήση σχετική μνεία του δικαιώματος του δανειστή να ζητήσει από το δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με την εγγύηση.
Σε περίπτωση που ο δανειστής δεν συμφωνεί με τη μέθοδο καταβολής, την ταχθείσα προθεσμία ή το ποσό της εγγύησης, μπορεί να υποβάλει στον δικαστικό επιμελητή, εντός οκτώ ημερών από τη παραλαβή της κλήσης, αίτημα υπαγωγής του ζητήματος της εγγύησης στο δικαστήριο. Ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να διαβιβάσει αμέσως το σχετικό αίτημα στο δικαστήριο, το οποίο πρέπει να αποφανθεί εντός οκτώ ημερών από την παραλαβή του αιτήματος.
Σε περίπτωση που ο δανειστής δεν καταβάλει την εγγύηση με τη μέθοδο και εντός της προθεσμίας που όρισε ο δικαστικός επιμελητής ή το δικαστήριο, ή σε περίπτωση που δεν υποβάλει αποδεικτικό της καταβολής, ο δικαστικός επιμελητής ενημερώνει σχετικά το δικαστήριο, το οποίο διατάσσει την αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η πρώτη προϋπόθεση για να εγκριθεί αναγκαστική εκτέλεση είναι η ύπαρξη βάσης για την εκτέλεση. Τέτοια βάση μπορεί να αποτελεί εκτελεστός τίτλος ή δημόσιο έγγραφο, σύμφωνα με τον νόμο.
Εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων:
Δικαστική απόφαση είναι εκτελεστή μόλις καταστεί τελεσίδικη και αφότου παρέλθει η προθεσμία για την εκούσια εκπλήρωση από τον οφειλέτη της σχετικής υποχρέωσής του. H προθεσμία για την εκούσια εκπλήρωση της υποχρέωσης αρχίζει την επομένη της ημέρας επίδοσης της απόφασης στον οφειλέτη. Το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την αναγκαστική εκτέλεση και ως προς τμήμα μόνο της απόφασής του, εφόσον το εν λόγω τμήμα έχει καταστεί εκτελεστό.
Το δικαστήριο επιτρέπει την εκτέλεση βάσει απόφασης που δεν έχει καταστεί ακόμη τελεσίδικη στις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει ότι η άσκηση έφεσης δεν παράγει ανασταλτικό της εκτέλεσης αποτέλεσμα.
Εκτελεστότητα των δικαστικών συμβιβασμών:
Δικαστικός συμβιβασμός είναι εκτελεστός σε περίπτωση που έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση που καθορίζεται σε αυτόν. Ο ληξιπρόθεσμος χαρακτήρας της απαίτησης πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά του συμβιβασμού, δημόσιο έγγραφο ή έγγραφο που έχει επικυρωθεί σύμφωνα με τον νόμο. Σε περίπτωση που ο ληξιπρόθεσμος χαρακτήρας της απαίτησης δεν μπορεί να αποδειχθεί βάσει των ως άνω τρόπων, πρέπει να αποδεικνύεται βάσει τελεσίδικης απόφασης που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο αστικής δίκης και από την οποία προκύπτει ο ληξιπρόθεσμος χαρακτήρας της απαίτησης.
Εκτελεστότητα των συμβολαιογραφικών πράξεων:
Συμβολαιογραφική πράξη είναι εκτελεστή εάν ο οφειλέτης είχε συμφωνήσει στην άμεση εκτελεστότητά της και εάν η απαίτηση που καθορίζεται στη συμβολαιογραφική πράξη έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη. Ο ληξιπρόθεσμος χαρακτήρας της απαίτησης πρέπει να προκύπτει από συμβολαιογραφική πράξη, δημόσιο έγγραφο ή έγγραφο που έχει επικυρωθεί σύμφωνα με τον νόμο. Σε περίπτωση που το ληξιπρόθεσμο της απαίτησης δεν εξαρτάται από την πάροδο προθεσμίας αλλά από άλλο γεγονός που ορίζεται στη συμβολαιογραφική πράξη, ο συμβολαιογράφος οφείλει να ενημερώσει τους αντισυμβαλλομένους ότι για την απόδειξη του ληξιπρόθεσμου της απαίτησης αρκεί γραπτή δήλωση του δανειστή προς τον οφειλέτη στην οποία ο δανειστής δηλώνει ότι η απαίτηση έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, δηλώνοντας την ημερομηνία έναρξης της υπερημερίας, και αποδεικτικό της επίδοσης στον οφειλέτη της γραπτής δήλωσης σχετικά με το ληξιπρόθεσμο της απαίτησης. Ο συμβολαιογράφος ενημερώνει τους αντισυμβαλλομένους ότι μπορούν να τον εξουσιοδοτήσουν να ενημερώσει αυτός τον οφειλέτη για το ληξιπρόθεσμο της απαίτησης, αντί της υποβολής αποδεικτικού της επίδοσης γραπτής δήλωσης σχετικά με το ληξιπρόθεσμο της απαίτησης. Η γραπτή δήλωση του δανειστή ή η κοινοποίηση του συμβολαιογράφου επιδίδονται με συστημένη επιστολή.
Η δεύτερη προϋπόθεση για να εγκριθεί από το δικαστήριο αναγκαστική εκτέλεση είναι η κατάθεση αίτησης αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία πρέπει να αναφέρει: τον δανειστή και τον οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών στοιχείων ταυτότητάς τους, εκτελεστό τίτλο ή δημόσιο έγγραφο, την υποχρέωση του οφειλέτη, τη μέθοδο και το αντικείμενο της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και τα λοιπά στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτέλεσης (αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης που βασίζεται σε δημόσιο έγγραφο πρέπει επίσης να περιέχει αίτημα καταδίκης του οφειλέτη, με την έκδοση σχετικής διάταξης του δικαστηρίου, στην εξόφληση της απαίτησης, συμπεριλαμβανομένων των υπολογισθέντων εξόδων, εντός οκτώ ημερών —ή εντός τριών ημερών στις διαφορές που αφορούν συναλλαγματικές ή επιταγές— από την ημερομηνία της επίδοσης της απόφασης). Στην αίτησή του αναγκαστικής εκτέλεσης, ο δανειστής πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου επιδιώκει να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση και να δηλώνει ότι έχει ήδη εκδοθεί πιστοποιητικό εκτελεστότητας.
Η απαίτηση πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμη και πρέπει να έχει παρέλθει η προθεσμία για την εκούσια εκπλήρωση από τον οφειλέτη της υποχρέωσής του (προθεσμία εκούσια συμμόρφωσης).
Η ταυτότητα του οφειλέτη πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια στον εκτελεστό τίτλο ή το δημόσιο έγγραφο. Στην αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης πρέπει επίσης να περιέχεται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση (ή η επωνυμία και η έδρα) του οφειλέτη. Επιπλέον, πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια τα στοιχεία ταυτότητας του οφειλέτη (και του δανειστή), τα οποία διαφέρουν ανάλογα με το αν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα, επιχειρηματίες ή ιδιώτες.
Ο οφειλέτης πρέπει να είναι υφιστάμενη οντότητα (δεν μπορεί να έχει αποβιώσει ή να έχει διαγραφεί από το μητρώο του δικαστηρίου). Αν αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης ασκείται κατά μη υφιστάμενης οντότητας, πρέπει να απορριφθεί, ενώ η παύση της ύπαρξης της οντότητας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά νόμιμο λόγο αναστολής της διαδικασίας (δεν είναι απαραίτητη η έκδοση ειδικής συναφούς απόφασης).
Τόσο ο οφειλέτης όσο και ο δανειστής πρέπει να πληρούν τους όρους (δικαιοπρακτική ικανότητα) που ισχύουν για τις πολιτικές δίκες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zakon o pravdnem postopku) σε συνδυασμό με το άρθρο 15 του ZIZ.
Σκοπός των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης είναι η ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή.
Τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων είναι τα εξής: η πώληση κινητών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η πώληση ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η εκχώρηση χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη, η ρευστοποίηση άλλων περιουσιακών ή ουσιαστικών δικαιωμάτων και άυλων τίτλων του οφειλέτη, η πώληση εταιρικών μερίδων και η εκχώρηση χρηματικών ποσών που τηρούνται σε ίδρυμα πληρωμών (τράπεζα).
Τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση μη χρηματικών απαιτήσεων είναι τα εξής: η αφαίρεση και παράδοση κινητών περιουσιακών στοιχείων, η εκκένωση και κατάληψη ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, η υποκατάσταση υπηρεσιών με έξοδα του οφειλέτη, ο εξαναγκασμός του οφειλέτη να προβεί σε πράξη με την απειλή χρηματικής ποινής, η επιστροφή εργαζομένου στην εργασία του, η διανομή κινητών περιουσιακών στοιχείων, η δήλωση βούλησης και η ανάληψη τέκνου.
Τα ανωτέρω μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης επιτρέπουν εκτέλεση επί οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου αποτελεί το αντικείμενο εκτέλεσης (οποιουδήποτε αντικειμένου κυριότητας του οφειλέτη ή περιουσιακού ή ουσιαστικού δικαιώματός του), εκτός εάν ο νόμος εξαιρεί το στοιχείο από την αναγκαστική εκτέλεση ή περιορίζει την αναγκαστική εκτέλεση επί του στοιχείου αυτού (άρθρο 32 του ZIZ).
Δεν υπόκεινται σε αναγκαστική εκτέλεση τα εξής στοιχεία:
Κύριος σκοπός όλων των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης είναι η ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή. Τα αποτελέσματα των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης εξαρτώνται από το είδος του εκάστοτε χρησιμοποιούμενου μέτρου.
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
Το δικαστήριο της εκτέλεσης μπορεί να επιβάλει στον υπόχρεο χρηματική ποινή σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με την απόφαση, όπως, για παράδειγμα, σε περίπτωση που αποκρύψει, φθείρει ή καταστρέψει τα περιουσιακά του στοιχεία, προβεί σε ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στον δανειστή ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, παρεμποδίσει δικαστικό επιμελητή κατά την εκτέλεση ασφαλιστικών μέτρων ή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, προβεί σε ενέργειες που παραβιάζουν απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, παρεμποδίσει εμπειρογνώμονα στην εκτέλεση των καθηκόντων του ή ίδρυμα πληρωμών στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, παρεμποδίσει εργοδότη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που υποχρεούται να εφαρμόσει την απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης στην εφαρμογή της εν λόγω απόφασης, ή παρεμποδίσει ή απαγορεύσει την επιθεώρηση και εκτίμηση ακίνητων περιουσιακών στοιχείων.
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης παραβιάσει την απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης και διαθέσει τα περιουσιακά του στοιχεία, η σχετική δικαιοπραξία είναι έγκυρη μόνο εφόσον είναι επαχθής και το αντισυμβαλλόμενο μέρος ενήργησε καλόπιστα (δηλαδή, δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης δεν είχε το δικαίωμα διάθεσης της περιουσίας του) κατά τον χρόνο της μεταβίβασης ή της επιβάρυνσης.
Οφειλέτης που καταστρέφει, φθείρει, μεταβιβάζει ή αποκρύπτει μέρος της περιουσίας του με σκοπό να αποτρέψει την ικανοποίηση δανειστή και, με τον τρόπο αυτόν, προκαλεί ζημιά στον δανειστή ευθύνεται ποινικά και τιμωρείται με πρόστιμο ή φυλάκιση διάρκειας έως ενός έτους.
Τα τραπεζικά ιδρύματα υποχρεούνται, κατόπιν αιτήματος του δικαστηρίου, να παρέχουν εξηγήσεις και έγγραφη τεκμηρίωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εκτέλεσαν δικαστική απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τήρησαν τη νόμιμη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων κατά την πληρωμή τους. Τα τραπεζικά ιδρύματα υποχρεούνται επίσης να κοινοποιούν πληροφορίες σχετικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς του οφειλέτη στους πιστωτές και το δικαστήριο. Με βάση απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης, το οικείο τραπεζικό ίδρυμα υποχρεώνεται να δεσμεύσει τα χρηματικά ποσά που τηρούνται στους λογαριασμούς του οφειλέτη έως το ποσό που ορίζεται στην απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης και, στη συνέχεια, να καταβάλει το εν λόγω ποσό στον δανειστή.
Σε περίπτωση που τραπεζικό ίδρυμα δεν συμμορφώθηκε με απόφαση του δικαστηρίου για κατάσχεση, εκχώρηση ή καταβολή οφειλόμενου ποσού, μπορεί να καταδικαστεί από το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του δανειστή, να καταβάλει το ίδιο το εν λόγω ποσό στον δανειστή. Στην περίπτωση αυτή, το τραπεζικό ίδρυμα ευθύνεται έναντι του δανειστή για τη ζημιά που του προκάλεσε με τη μη συμμόρφωση με την απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης ή με την παραβίαση των νόμιμων διατάξεων σχετικά με την υποχρέωση κοινοποίησης πληροφοριών, τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων, και το ποσό και τον τρόπο ικανοποίησης των απαιτήσεων κατά τα προβλεπόμενα στην απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης.
Με βάση απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης, ο εργοδότης του οφειλέτη υποχρεώνεται να καταβάλει στον δανειστή ορισμένο εφάπαξ χρηματικό ποσό ή ορισμένες περιοδικές πληρωμές ποσών που άλλως θα δικαιούνταν ο οφειλέτης ως μισθό. Εντούτοις, ο οφειλέτης πρέπει να λαμβάνει μηνιαίως τουλάχιστον το 76 % του κατώτατου μισθού. Σε περίπτωση που εργοδότης δεν συμμορφώθηκε με απόφαση του δικαστηρίου για παρακράτηση και καταβολή οφειλόμενου ποσού, μπορεί να καταδικαστεί από το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του δανειστή, να καταβάλει ο ίδιος το εν λόγω ποσό στον δανειστή. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης ευθύνεται έναντι του δανειστή για τη ζημιά που του προκάλεσε με τη μη συμμόρφωση με την απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ο οφειλέτης του οφειλέτη οφείλει να δηλώσει εάν αναγνωρίζει την κατασχεθείσα απαίτηση και έως ποιο ποσό, καθώς και εάν η υποχρέωσή του εξόφλησης της απαίτησης του οφειλέτη τελεί υπό την αίρεση της εκπλήρωσης άλλης υποχρέωσης. Σε περίπτωση που δεν προβεί σε δήλωση ή που η δήλωσή του είναι ψευδής, ευθύνεται έναντι του δανειστή για την ζημιά που αυτός υπέστη.
Η χρονική ισχύς των μέτρων που διατάσσει το δικαστήριο της εκτέλεσης εξαρτάται από τη φύση του εκάστοτε μέτρου. Οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης (και τα αποτελέσματα απόφασης που επιτρέπει την εκτέλεση) γενικά περατώνονται όταν ικανοποιηθεί η απαίτηση του δανειστή. Εάν η αναγκαστική εκτέλεση δεν είναι δυνατή για νομικούς ή πραγματικούς λόγους, η διαδικασία περατώνεται με την αναστολή της εκτέλεσης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση του συνόλου των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός αν η εν λόγω ακύρωση θα έθιγε δικαιώματα που απέκτησαν τρίτοι (για παράδειγμα, τα δικαιώματα των αγοραστών επί κατασχεθέντων κινητών περιουσιακών στοιχείων). Εντούτοις, ο δανειστής μπορεί να ζητήσει αναβολή της αναγκαστικής εκτέλεσης για έως ένα, κατ’ ανώτατο όριο, έτος και, στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση παραμένει σε ισχύ ακόμα και αν ο οφειλέτης δεν διαθέτει περιουσία κατά τον χρόνο της έκδοσης της απόφασης (δηλαδή, σε περίπτωση ύπαρξης πραγματικών εμποδίων που δεν επιτρέπουν την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή).
Στις περιπτώσεις αναγκαστικής εκτέλεσης επί των τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη, αν στους εν λόγω λογαριασμούς δεν υπάρχουν χρήματα ή ο οφειλέτης δεν έχει πρόσβαση στα χρήματα που υπάρχουν, το οικείο τραπεζικό ίδρυμα οφείλει να διατηρήσει την απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης στα αρχεία του για ένα έτος και να πληρώσει τον δανειστή μόλις υπάρξουν χρήματα στους λογαριασμούς του οφειλέτη ή μόλις ο οφειλέτης ανακτήσει το δικαίωμα διάθεσης των καταθέσεών του. Μέχρι το σημείο εκείνο, η αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να ανασταλεί.
Στην περίπτωση που, στο πλαίσιο κατάσχεσης κινητών περιουσιακών στοιχείων, ο δικαστικός επιμελητής δεν εντοπίσει περιουσιακά στοιχεία που να μπορούν να κατασχεθούν, ή που τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, ή που ο δικαστικός επιμελητής δεν μπορέσει να προβεί στην κατάσχεση διότι ο οφειλέτης είναι απών ή δεν παρέχει πρόσβαση στον σχετικό χώρο, ο δανειστής μπορεί, εντός τριών μηνών από την πρώτη απόπειρα κατάσχεσης, να ζητήσει από τον δικαστικό επιμελητή να επιχειρήσει εκ νέου την κατάσχεση. Μέχρι το σημείο εκείνο, η αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να ανασταλεί.
Δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου της εκτέλεσης έχουν ο οφειλέτης, ο δανειστής, κάθε τρίτος που διαθέτει δικαίωμα επί του αντικειμένου της αναγκαστικής εκτέλεσης το οποίο εμποδίζει την εκτέλεση, καθώς και κάθε αγοραστής αντικειμένου που αγοράστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας.
Οι πρωτόδικες αποφάσεις προσβάλλονται κατά κανόνα με έφεση. Κατ’ εξαίρεση, η απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση μπορεί επίσης να προσβληθεί με ανακοπή από τον οφειλέτη ή τρίτο που διαθέτει δικαίωμα επί του αντικειμένου της αναγκαστικής εκτέλεσης το οποίο εμποδίζει την εκτέλεση. Η ανακοπή πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Στην ανακοπή ο οφειλέτης ή ο τρίτος πρέπει να περιγράφει το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και να υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ανακοπή (ανακοπή οφειλέτη). Ο δανειστής δικαιούται να αντικρούσει την ανακοπή εντός 8 ημερών. Η απόφαση επί της ανακοπής υπόκειται σε έφεση.
Οποιοσδήποτε μπορεί να τεκμηριώσει ότι διαθέτει δικαίωμα επί του αντικειμένου της αναγκαστικής εκτέλεσης το οποίο εμποδίζει την εκτέλεση μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της απόφασης περί αναγκαστικής εκτέλεσης και να ζητήσει από το δικαστήριο να αποφανθεί ότι δεν επιτρέπεται η αναγκαστική εκτέλεση (τριτανακοπή). Ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι την περάτωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν ο δανειστής δεν αντικρούσει την ανακοπή εντός της σχετικής προθεσμίας ή δηλώσει ότι δεν αντιτάσσεται στην ανακοπή, το δικαστήριο αναστέλλει την αναγκαστική εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει. Αν ο δανειστής δηλώσει εντός της σχετικής προθεσμίας ότι αντιτάσσεται στην ανακοπή, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή. Ο τρίτος που έχει ασκήσει την ανακοπή μπορεί να ασκήσει αγωγή εντός 30 ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή λόγω αντίταξης του δανειστή ή επειδή κρίθηκε αβάσιμη, προκειμένου να κριθεί αν επιτρέπεται ή όχι αναγκαστική εκτέλεση επί του επίμαχου αντικειμένου.
Η έφεση και η ανακοπή υποβάλλονται στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά γενικό κανόνα, επί ανακοπής αποφαίνεται το ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση περί αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ επί έφεσης αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η απόφαση επί της έφεσης είναι τελεσίδικη.
Τα ένδικα μέσα της ανακοπής και της έφεσης πρέπει να ασκηθούν εντός οκτώ ημερών από την επίδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση, ανακοπή μπορεί να ασκηθεί και μετά την πάροδο της ως άνω προθεσμίας, και μέχρι την περάτωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον η ανακοπή βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό που αφορά την ίδια την απαίτηση, το οποίο προέκυψε αφότου η απόφαση κατέστη εκτελεστή και το οποίο δεν ήταν δυνατόν να προβληθεί εντός της αρχικής προθεσμίας.
Η άσκηση ανακοπής και έφεσης δεν αναστέλλει τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης στις διαδικασίες εκτέλεσης, με εξαίρεση το στάδιο της πληρωμής. Κατά γενικό κανόνα, ο δανειστής ικανοποιείται μόνον αφού η απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Ο δανειστής μπορεί να ικανοποιηθεί πριν από την τελεσιδικία της απόφασης περί αναγκαστικής εκτέλεσης μόνο στην περίπτωση εκτέλεσης που επισπεύδεται βάσει εκτελεστού τίτλου που αφορά χρήματα του οφειλέτη που τηρούνται σε ίδρυμα πληρωμών (αναγκαστική εκτέλεση βάσει εκτελεστού τίτλου), υπό τον όρο ότι ο εκτελεστός τίτλος επισυνάπτεται στην αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης, με εξαίρεση τις εμπορικές απαιτήσεις, στις οποίες δεν απαιτείται η επισύναψη του εκτελεστού τίτλου.
Στις διαδικασίες εκτέλεσης, τα έκτακτα ένδικα μέσα είναι περιορισμένα. Αναίρεση κατά δευτεροβάθμιας δικαστικής απόφασης που αρνείται ή απορρίπτει αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης επιτρέπεται υπό τους όρους που προβλέπονται από το αστικό δικονομικό δίκαιο. Η αναθεώρηση δεν επιτρέπεται, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο.
Αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και την εξασφάλιση τέτοιων απαιτήσεων δεν επιτρέπεται επί αντικειμένων και δικαιωμάτων τα οποία είναι απαραίτητα για την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη και των προσώπων τα οποία ο οφειλέτης υποχρεούται από τον νόμο να συντηρεί, ή τα οποία είναι απαραίτητα για την εκτέλεση του επαγγέλματος του οφειλέτη. Εντούτοις, επί ορισμένων από τα ως άνω αντικείμενα και δικαιώματα επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση σε περιορισμένο βαθμό.
Σχετικοί σύνδεσμοι
http://www.dz-rs.si/wps/portal/Home/deloDZ/zakonodaja/preciscenaBesedilaZakonov
http://www.mp.gov.si/si/obrazci_evidence_mnenja_storitve/uporabni_seznami_imeniki_in_evidence/
https://www.uradni-list.si/glasilo-uradni-list-rs
http://pisrs.si/
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.