Európske konanie vo veciach s nízkou hodnotou sporu je určené na zjednodušenie a zrýchlenie vymáhania cezhraničných pohľadávok do výšky 5 000 EUR.
Európske konanie vo veciach s nízkou hodnotou sporu predstavuje pre strany alternatívu konaní existujúcich podľa práva členských štátov. Rozsudok vydaný v európskom konaní vo veciach s nízkou hodnotou sporu sa uznáva a vykonáva v inom členskom štáte bez potreby doložky vykonateľnosti a bez akejkoľvek možnosti namietať proti jeho uznaniu.
Vzorové tlačivá, ktoré boli vypracované pre konania s nízkou hodnotou sporu vo všetkých úradných jazykoch, nájdete na tejto webovej stránke. Na začatie konania musíte vyplniť „tlačivo A“. K tlačivu by ste mali priložiť akékoľvek príslušné podporné dokumenty, napríklad príjmové doklady, faktúry atď.
Tlačivo A sa musí podať na príslušný súd. Po doručení tlačiva návrhu musí súd vyplniť svoju časť „tlačiva na odpoveď“. Súd by mal do 14 dní odo dňa prijatia tlačiva návrhu doručiť kópiu daného tlačiva odporcovi spolu s tlačivom na odpoveď. Odporca má 30 dní na odpoveď, ktorú predloží tak, že vyplní príslušnú časť II tlačiva na odpoveď. Súd musí navrhovateľovi zaslať kópiu každej odpovede do 14 dní.
Súd musí do 30 dní odo dňa prijatia prípadnej odpovede odporcu vydať rozsudok vo veci s nízkou hodnotou sporu alebo si od ktorejkoľvek strany vyžiadať ďalšie podrobnosti v písomnej forme, alebo predvolať strany na ústne pojednávanie. Zastúpenie advokátom v prípade ústneho pojednávania nie je povinné, a ak súd disponuje potrebným vybavením, pojednávanie by sa malo vykonať ako telefonická konferencia alebo videokonferencia.
Na základe osvedčenia vydaného súdom (ktoré bude možno nutné preložiť do jazyka dotknutého členského štátu) a kópie rozsudku je rozsudok vykonateľný vo všetkých ostatných členských štátoch Európskej únie bez akýchkoľvek ďalších formalít. Iný členský štát môže zamietnuť výkon rozsudku, iba ak je rozsudok nezlučiteľný s iným predošlým rozsudkom vydaným v ďalšom členskom štáte medzi tými istými stranami. Výkon rozsudku prebieha v súlade s vnútroštátnymi pravidlami a postupmi členského štátu, v ktorom sa rozsudok vykonáva.
Súvisiace odkazy
Nariadenie (ES) č. 861/2007 - konsolidované znenie zo 14. júna 2017 (2236 Kb)
Príručka pre používateľov k európskemu konaniu vo veciach s nízkou hodnotou sporu (1832 Kb)
Praktická príručka pre uplatňovanie s nízkou hodnotou sporu (2348 Kb)
Infografika pre spotrebiteľov (106 Kb)
Leták pre odborníkov pracujúcich v oblasti práva (557 Kb)
Leták pre podnikateľov (236 Kb)
Online nástroje – informácie o európskom konaní vo veciach s nízkou hodnotou sporu
Podrobnejšie informácie na vnútroštátnej úrovni sa zobrazia, ak si zvolíte príslušnú štátnu vlajku.
Tieto stránky spravuje Európska komisia. Informácie na tejto stránke nemusia nevyhnutne vyjadrovať oficiálne stanovisko Európskej komisie. Komisia nenesie žiadnu zodpovednosť ani inak neručí za informácie alebo údaje, ktoré tento dokument obsahuje alebo na ktoré odkazuje. Pokiaľ ide o pravidlá v oblasti autorských práv pre webové stránky EÚ, pozri právne upozornenie.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία στο βελγικό δίκαιο για τις μικροδιαφορές. Υπάρχει μόνο ένα είδος «συνοπτικής διαδικασίας για τη διαταγή πληρωμής». Βλέπε το σχετικό ενημερωτικό δελτίο.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία για τις μικροδιαφορές. Ακολουθείται η τακτική νομική διαδικασία, η οποία είναι, ωστόσο, πολύ απλή.
Σε γενικές γραμμές, η τακτική διαδικασία έχει ως εξής:
Καταρχήν δεν υπάρχουν απλουστεύσεις, παρότι ορισμένες προσφυγές δεν ασκούνται με την επίδοση κλήσης, αλλά με την υποβολή αίτησης για τη διεξαγωγή κατ’ αντιμωλία διαδικασίας (βλ. άρθρα 1034a έως 1034e του Δικαστικού Κώδικα - Gerechtelijk Wetboek). Παράδειγμα αποτελούν οι διαφορές που αφορούν μισθώσεις, στις οποίες χρησιμοποιείται η κατ’ αντιμωλία διαδικασία. Το άρθρο 1344a του Δικαστικού Κώδικα ορίζει ότι, με την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με τη μίσθωση, κάθε προσφυγή που αφορά τη μίσθωση περιουσιακού στοιχείου μπορεί να ασκηθεί με την υποβολή γραπτής αίτησης, η οποία κατατίθεται στη γραμματεία του ειρηνοδικείου.
Η νομοθεσία σχετικά με τη συνοπτική διαδικασία για τη διαταγή πληρωμής: δικτυακός τόπος της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Δικαιοσύνης (
Federale Overheidsdienst Justitie):
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές. Από την 1η Ιανουαρίου 2009 τα βουλγαρικά δικαστήρια εφαρμόζουν τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών. Οι διαδικασίες για την επίλυση μικροδιαφορών εξετάζονται από τα επαρχιακά δικαστήρια (rayonen sad), ενώ τα θέματα που δεν ρυθμίζονται ειδικά από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 διέπονται από τις γενικές διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Ο βουλγαρικός κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Η Τσεχική Δημοκρατία δεν διαθέτει ειδική διαδικασία μικροδιαφορών. Η κατηγορία των μικροδιαφορών (δηλ. βάσει του ποσού της χρηματικής απαίτησης) λαμβάνεται υπόψη μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας έφεσης ή αναίρεσης.
Το άρθρο 202 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει ότι δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά αποφάσεων που αφορούν χρηματική απαίτηση η οποία δεν υπερβαίνει τις 10 000 CZK, μη περιλαμβανομένων τυχόν τόκων και εξόδων που σχετίζονται με την απαίτηση αυτό δεν ισχύει για τις ερήμην αποφάσεις.
Ως εκ τούτου, είναι δυνατή η άσκηση έφεσης κατά των ερήμην αποφάσεων, ακόμη και αν αφορούν ποσά μικρότερα των 10 000 CZK.
Το άρθρο 238 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει ότι δεν μπορεί να ασκηθεί αναίρεση για νομικό ζήτημα κατά δικαστικών αποφάσεων και διαταγών στις οποίες το αναιρεσιβαλλόμενο διατακτικό αφορά χρηματική απαίτηση που δεν υπερβαίνει τις 50 000 CZK (μη περιλαμβανομένων τυχόν τόκων και εξόδων που σχετίζονται με την απαίτηση), εκτός από τις περιπτώσεις που αφορούν συμβατικές καταναλωτικές ή εργασιακές σχέσεις.
Δεν υπάρχουν ειδικά έντυπα για τη διαδικασία μικροδιαφορών.
Βάσει του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τα δικαστήρια οφείλουν να ενημερώνουν τους διαδίκους για τα δικονομικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ο νόμος καθορίζει ποια πληροφόρηση οφείλει να παρέχει το δικαστήριο στους διαδίκους σε κάθε φάση της διαδικασίας.
Οι ίδιοι κανόνες διέπουν την υποβολή, αξιολόγηση και λήψη αποδεικτικών στοιχείων (διεξαγωγή αποδείξεων) σε αστικές διαδικασίες, ανεξαρτήτως του ποσού της απαίτησης.
Ο νόμος για τη διαδικασία μικροδιαφορών δεν προβλέπει εξαιρέσεις όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας.
Οι αποφάσεις επί μικροδιαφορών δεν διαφέρουν ως προς το περιεχόμενό τους από τις λοιπές αποφάσεις.
Η επιστροφή των εξόδων διέπεται από τους γενικούς κανόνες πολιτικής δικονομίας.
Όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά αποφάσεων που αφορούν χρηματική απαίτηση η οποία δεν υπερβαίνει τις 10 000 CZK, μη περιλαμβανομένων τυχόν τόκων και εξόδων που σχετίζονται με την απαίτηση αυτό δεν ισχύει για τις ερήμην αποφάσεις.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στον γερμανικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Zivilprozessordnung) δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία μικροδιαφορών. Ωστόσο, η ειδική διάταξη του άρθρου 495a του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPO) προβλέπει μια απλοποιημένη διαδικασία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να ορίσει τη διαδικασία, στην περίπτωση που η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 600 ευρώ. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπει περαιτέρω περιορισμούς στη δυνατότητα εφαρμογής της διαδικασίας (π.χ. δεν την περιορίζει σε συγκεκριμένο είδος διαφορών).
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να ορίσει τη διαδικασία και ιδίως να κάνει χρήση ορισμένων απλοποιήσεων της διαδικασίας. Ωστόσο, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ως εκ τούτου, ακόμη και όταν η αξία της διαφοράς είναι ύψους κάτω των 600 ευρώ, το δικαστήριο μπορεί να ακολουθήσει την τακτική διαδικασία.
Εφόσον το δικαστήριο ορίσει τη διαδικασία κατά τη διακριτική του ευχέρεια, τα μέρη δεν δύνανται να αντιλέξουν. Η μόνη δυνατότητα που έχουν είναι να ζητήσουν προφορική διαδικασία.
Δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν ειδικά έντυπα.
Ισχύουν οι γενικοί κανόνες. Αυτό ισχύει επειδή η διαδικασία απλοποιείται μόνον ως προς τη μορφή της. Οι διάδικοι που δεν εκπροσωπούνται από δικηγόρο λαμβάνουν βοήθεια όσον αφορά διαδικαστικά ζητήματα κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι διάδικοι που εκπροσωπούνται από δικηγόρο. Για παράδειγμα, σε δίκες ενώπιον των ειρηνοδικείων (Amtsgerichte), η αγωγή μπορεί να ασκείται προφορικά με σύνταξη πρακτικού από τη γραμματεία του δικαστηρίου. Ακόμη και ένας διάδικος που εκπροσωπείται από δικηγόρο έχει τη δυνατότητα να υποβάλει ο ίδιος προφορικά τη δήλωση προς καταχώριση στα πρακτικά και όχι μέσω του δικηγόρου του.
Ομοίως, το κατά πόσον ένας διάδικος εκπροσωπείται ή όχι από δικηγόρο δεν επηρεάζει το είδος και την έκταση των καθηκόντων του δικαστηρίου όσον αφορά την παροχή διευκρινίσεων και υποδείξεων (Aufklärungs- und Hinweispflichten). Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο εκ του νόμου να συζητήσει την υπόθεση τόσο από νομική όσο και από ουσιαστική άποψη, καθώς επίσης και να παράσχει διευκρινίσεις.
Το δικαστήριο δεν περιορίζεται στα αποδεικτικά μέσα της τυπικής αποδεικτικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με την κατά τα άλλα ισχύουσα βασική αρχή της αμεσότητας των αποδείξεων (Unmittelbarkeit), η οποία σημαίνει εξέταση των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων ή των ίδιων των διαδίκων ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου παρουσία των διαδίκων, το δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας, να ζητήσει, για παράδειγμα, την τηλεφωνική ή γραπτή εξέταση των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων και των διαδίκων.
Είναι δυνατή η διεξαγωγή αποκλειστικά γραπτής διαδικασίας. Ωστόσο, εάν υπάρξει σχετική αίτηση ενός από τους διαδίκους, θα πρέπει να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.
Η δομή της απόφασης είναι απλούστερη σε σύγκριση με τις τακτικές διαδικασίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αποφάσεις επί διαφορών με αντικείμενο ύψους έως 600 ευρώ είναι καταρχήν ανέκκλητες.
Για παράδειγμα, είναι δυνατόν να παραλειφθεί η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών. Είναι επίσης δυνατόν να παραλειφθεί η αιτιολογία της απόφασης, όταν οι διάδικοι παραιτούνται από αυτήν ή όταν το ουσιαστικό περιεχόμενό της περιλαμβάνεται ήδη στα πρακτικά. Ωστόσο, λόγω των απαιτήσεων των διεθνών νομικών σχέσεων, απαιτείται η αναφορά της αιτιολογίας της απόφασης όταν αναμένεται ότι η απόφαση θα εκτελεστεί στο εξωτερικό (άρθρο 313a παράγραφος 4 του ZPO).
Εάν η άσκηση έφεσης επιτραπεί κατ’ εξαίρεση, ισχύουν οι συνήθεις κανόνες όσον αφορά τη δομή της απόφασης.
Όσον αφορά την απόδοση των εξόδων, δεν προβλέπονται περιορισμοί. Ισχύουν οι συνήθεις κανόνες.
Κατά γενικό κανόνα, οι αποφάσεις επί διαφορών με αντικείμενο αξίας έως 600 ευρώ είναι ανέκκλητες. Η έφεση επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την επιτρέψει στην απόφασή του, για τον λόγο ότι η υπόθεση έχει ουσιαστική σημασία ή ότι απαιτείται η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για την εξέλιξη του δικαίου ή τη διασφάλιση ενιαίας νομολογίας.
Εάν δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, η δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρέπει να συνεχιστεί, εάν ο ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος προβάλει ένσταση δικονομικής ακυρότητας λόγω παραβίασης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του δικαιώματος ακρόασης κατά τρόπο που είχε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Εάν το δικάζον δικαστήριο δεν εξαφανίσει την απόφαση ύστερα από την προβολή ένστασης δικονομικής ακυρότητας, ο διάδικος μπορεί πλέον να ασκήσει μόνο συνταγματική προσφυγή ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες για τις δικαστικές διαδικασίες που αφορούν αστικές υποθέσεις καθορίζονται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας (tsiviilkohtumenetluse seadustik).
Σύμφωνα με το άρθρο 403 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το δικαστήριο μπορεί, με τη συγκατάθεση των διαδίκων, να εκδώσει απόφαση χωρίς ακροαματική διαδικασία.
Σύμφωνα με το άρθρο 404 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την εκδίκαση της υπόθεσης που αφορά αγωγή με χρηματική αξία με γραπτή διαδικασία, εφόσον η αξία της αγωγής δεν υπερβαίνει το ποσό των 4 500 EUR για την κύρια απαίτηση και το ποσό των 8 000 EUR μαζί με τις παρεπόμενες απαιτήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 405 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το δικαστήριο έχει εύλογη διακριτική ευχέρεια και μπορεί να εκδικάσει αγωγή με την απλουστευμένη διαδικασία, τηρώντας μόνο τις γενικές δικονομικές αρχές που ορίζονται στον κώδικα, εάν η εν λόγω αγωγή έχει χρηματική αξία και η αξία της αγωγής δεν υπερβαίνει το ποσό των 3 500 EUR για την κύρια απαίτηση και το ποσό των 7 000 EUR μαζί με τις παρεπόμενες απαιτήσεις.
Εφόσον το ζητήσει ο ενάγων, αγωγή για την καταβολή χρηματικού ποσού που προκύπτει από συναλλαγματική ή επιταγή ή αγωγή αναγκαστικής εκτέλεσης που απορρέει από υποθήκη, υποθήκη επί πλοίου ή πλασματικό ενέχυρο εκδικάζεται με την έγγραφη διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν την απαίτηση μπορούν να αποδειχθούν με έγγραφα και ότι τα αναγκαία έγγραφα επισυνάπτονται στην αγωγή ή ο ενάγων τα υποβάλει εντός της προθεσμίας που τάσσει το δικαστήριο.
1.2 Εάν οι διάδικοι συμφωνήσουν, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την εκδίκαση της αστικής υπόθεσης με γραπτή διαδικασία ανεξάρτητα από το είδος και την αξία της υπόθεσης.
Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη χρήση γραπτής διαδικασίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, εάν πρόκειται για αγωγή με χρηματική αξία και η αξία της αγωγής δεν υπερβαίνει το ποσό των 4 500 EUR για την κύρια απαίτηση και το ποσό των 8 000 EUR μαζί με τις παρεπόμενες απαιτήσεις.
Η απλουστευμένη διαδικασία μπορεί να εφαρμοστεί εάν η αγωγή έχει χρηματική αξία και η αξία της δεν υπερβαίνει το ποσό των 3 500 EUR για την κύρια απαίτηση και το ποσό των 7 000 EUR μαζί με τις παρεπόμενες απαιτήσεις.
Όταν αγωγή για την καταβολή χρηματικού ποσού που προκύπτει από συναλλαγματική ή επιταγή ή αγωγή αναγκαστικής εκτέλεσης που απορρέει από υποθήκη, υποθήκη επί πλοίου ή πλασματικό ενέχυρο διεκπεραιώνεται με την έγγραφη διαδικασία, δεν καθορίζεται ανώτατο όριο.
Οι αιτήσεις στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών μπορούν να υποβάλλονται στο δικαστήριο ηλεκτρονικά ή μέσω φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Οι αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω του πληροφοριακού συστήματος που δημιουργήθηκε για τον σκοπό αυτόν [δημόσιο ηλεκτρονικό αρχείο (Avalik e-toimik), https://www.e-toimik.ee/] ή με αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην καθορισμένη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τα στοιχεία επικοινωνίας των δικαστηρίων της Εσθονίας είναι διαθέσιμα στον
ιστότοπο των δικαστηρίων. Οι αιτήσεις πρέπει να φέρουν την υπογραφή του αποστολέα τους. Οι αιτήσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά πρέπει να φέρουν την ψηφιακή υπογραφή του αποστολέα ή να έχουν διαβιβαστεί με παρόμοιο ασφαλή τρόπο που καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητάς του. Οι αιτήσεις μπορούν επίσης να υποβάλλονται ηλεκτρονικά με τηλεομοιοτυπία ή με άλλη μορφή που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως, υπό την προϋπόθεση ότι το πρωτότυπο του εγγράφου υποβάλλεται αμελλητί στο δικαστήριο. Σε περίπτωση εφαρμογής της απλουστευμένης διαδικασίας, το δικαστήριο μπορεί να παρακάμψει τις απαιτήσεις σχετικά με τη μορφή υποβολής των αιτήσεων.
Όταν διατάσσει τη χρήση της γραπτής διαδικασίας με τη συγκατάθεση των διαδίκων σύμφωνα με το άρθρο 403 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το δικαστήριο ορίζει το συντομότερο δυνατόν την προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να υποβληθούν τα δικόγραφα και τα έγγραφα, ορίζει την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης και ενημερώνει σχετικά τους διαδίκους. Οι διάδικοι μπορούν να ανακαλέσουν τη συγκατάθεσή τους για τη γραπτή διαδικασία μόνο εάν μεταβληθεί σημαντικά η δικονομική κατάσταση. Εάν ένας διάδικος δεν ενημερώσει το δικαστήριο σχετικά με το αν συμφωνεί με τη γραπτή διαδικασία, τεκμαίρεται ότι επιθυμεί να εξεταστεί η υπόθεση σε ακροαματική διαδικασία.
Σύμφωνα με το άρθρο 404 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όταν διατάσσει τη χρήση της γραπτής διαδικασίας σε υπόθεση που αφορά αγωγή με χρηματική αξία, το δικαστήριο ορίζει την προθεσμία για την υποβολή των δικογράφων και εγγράφων, ορίζει την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης και ενημερώνει σχετικά τους διαδίκους. Το δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την προθεσμία, εφόσον αυτό δικαιολογείται λόγω μεταβολής της δικονομικής κατάστασης. Το δικαστήριο ακυρώνει τη χρήση της γραπτής διαδικασίας εάν κρίνει ότι είναι απαραίτητο ο διάδικος να παραστεί αυτοπροσώπως για να εξηγήσει τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση της αγωγής. Εάν ένας διάδικος το ζητήσει, υπόκειται σε ακρόαση ανεξάρτητα από το αν έχει διαταχθεί γραπτή διαδικασία.
Σύμφωνα με το άρθρο 405 παράγραφος 3 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το δικαστήριο μπορεί να εκδικάσει αγωγή χρησιμοποιώντας την απλουστευμένη διαδικασία χωρίς να απαιτείται ειδική απόφαση για τον σκοπό αυτόν. Κατά την άσκηση δίκαιης διακριτικής ευχέρειας και την εκδίκαση αγωγής με την απλουστευμένη διαδικασία, το δικαστήριο τηρεί μόνο τις γενικές δικονομικές αρχές. Στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας, το δικαστήριο διασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και των ουσιωδών δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων, καθώς και την ακρόαση ενός διαδίκου κατόπιν αιτήματος του διαδίκου. Δεν είναι αναγκαία η σύγκληση ακροαματικής διαδικασίας για τον σκοπό αυτόν. Οι διάδικοι πρέπει, ωστόσο, να ενημερώνονται για το δικαίωμα ακρόασής τους από το δικαστήριο. Η απλούστευση της διαδικασίας αποτελεί επιλογή για το δικαστήριο αλλά όχι υποχρέωση.
Κατά την εκδίκαση αγωγής με την απλουστευμένη διαδικασία, το δικαστήριο μπορεί, μεταξύ άλλων:
Όταν η αξία μιας αστικής υπόθεσης δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο για την απλουστευμένη διαδικασία, εφαρμόζονται οι διατάξεις σχετικά με την απλουστευμένη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης άσκησης έφεσης κατά απόφασης που εκδίδεται στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας. Αυτό ισχύει επίσης για την εκδίκαση αστικής υπόθεσης στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (ΕΕ L 199 της 31.7.2007, σ. 1), στον βαθμό που δεν διέπεται από τον εν λόγω κανονισμό. Βάσει του κανονισμού, η υπόθεση μπορεί να κριθεί από το περιφερειακό δικαστήριο (maakohus) που έχει τη σχετική δικαιοδοσία.
Η έγγραφη διαδικασία εφαρμόζεται κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν την απαίτηση μπορούν να αποδειχθούν με τη χρήση εγγράφων και ότι τα αναγκαία έγγραφα επισυνάπτονται στην αγωγή ή τα υποβάλλει ο ενάγων εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το δικαστήριο.
Τα μέσα ηλεκτρονικής επίδοσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αποστολή εγγράφων στα δικαστήρια της Εσθονίας είναι το ηλεκτρονικό πληροφοριακό σύστημα (https://www.e-toimik.ee/), καθώς και η επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή φαξ. Κατά την αποστολή εγγράφου σε δικαστήριο με τηλεομοιοτυπία, το πρωτότυπο του εγγράφου πρέπει να υποβάλλεται αμελλητί στο δικαστήριο μόλις αποσταλεί η τηλεομοιοτυπία. Σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά δικαστικής απόφασης, το πρωτότυπο της έφεσης πρέπει να υποβληθεί εντός 10 ημερών.
Το δικαστήριο μπορεί να κάνει δεκτό δικόγραφο ή άλλο διαδικαστικό έγγραφο που έχει σταλεί με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από διάδικο, ακόμα και αν αυτό δεν πληροί τις απαιτήσεις ψηφιακής υπογραφής, εφόσον δεν έχει αμφιβολίες όσον αφορά την ταυτότητα του αποστολέα ή την αποστολή του εγγράφου, ιδίως όταν έγγραφα που φέρουν ψηφιακή υπογραφή έχουν αποσταλεί προηγουμένως στο δικαστήριο από την ίδια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την ίδια υπόθεση, από τον ίδιο διάδικο ή όταν το δικαστήριο έχει δεχθεί ότι δικόγραφα ή άλλα έγγραφα μπορούν να υποβληθούν και μ’ αυτήν τη μορφή.
Είναι επίσης δυνατή η χορήγηση προηγούμενης συγκατάθεσης ηλεκτρονικά μέσω του ηλεκτρονικού πληροφοριακού συστήματος (https://www.e-toimik.ee/), μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλεομοιοτυπίας. Η αποδοχή της επίδοσης ή κοινοποίησης με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) του κανονισμού για την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών μπορεί επίσης να υποβληθεί στο δικαστήριο μαζί με την αίτηση για ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών.
Τα διαδικαστικά έγγραφα πρέπει γενικά να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται στους δικηγόρους, στους συμβολαιογράφους, στους δικαστικούς επιμελητές, στους συνδίκους πτώχευσης και στις κρατικές ή τοπικές κυβερνητικές υπηρεσίες σε ηλεκτρονική μορφή, μέσω του ορισθέντος πληροφοριακού συστήματος. Η επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων με τη χρήση άλλων μεθόδων επιτρέπεται μόνο εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι.
Έφεση κατά δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στο πλαίσιο ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του εφετείου (ringkonnakohus) που είναι αρμόδιο για το περιφερειακό δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών. Η έφεση πρέπει να υποβληθεί γραπτώς και να περιλαμβάνει:
Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να περιλαμβάνουν:
Στην έφεση προσαρτώνται οι γραπτές αποδείξεις που δεν υποβλήθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και τις οποίες αιτείται ο εκκαλών να γίνουν δεκτές από το δικαστήριο.
Σε περίπτωση νέων πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων ως λόγων έφεσης, στην έφεση πρέπει να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο τα νέα πραγματικά περιστατικά και τα νέα αποδεικτικά στοιχεία δεν υποβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Εάν ο εκκαλών επιθυμεί το δικαστήριο να εξετάσει μάρτυρα ή να υποβληθεί σε ένορκη κατάθεση από διάδικο ή να μεριμνήσει για πραγματογνωμοσύνη ή αυτοψία, αυτό πρέπει να αναφέρεται στην έφεση και να αιτιολογείται. Στην περίπτωση αυτήν, τα ονόματα, οι διευθύνσεις και τα στοιχεία επικοινωνίας των μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων πρέπει να αναφέρονται στην έφεση, εφόσον είναι γνωστά.
Εάν ο εκκαλών επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, οφείλει να το αναφέρει στην έφεση. Εάν αυτό δεν γίνει, τεκμαίρεται ότι συμφωνεί με την επίλυση της υπόθεσης με γραπτή διαδικασία. Το δικαστήριο επιδίδει το δικόγραφο της έφεσης στον εφεσίβλητο και του τάσσει προθεσμία για να παρουσιάσει τη θέση του.
Επί αίτησης επανεξέτασης δικαστικής απόφασης δυνάμει του κανονισμού για τη διαδικασία μικροδιαφορών το δικαστήριο εκδίδει δικαστική απόφαση. Όταν απαιτείται, η αίτηση συζητείται στο ακροατήριο. Εάν η αίτηση γίνει δεκτή, η ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών συνεχίζεται από το σημείο που σταμάτησε πριν από την έκδοση της απόφασης. Σε περίπτωση απόρριψης αίτησης επανεξέτασης δικαστικών αποφάσεων, μπορεί να υποβληθεί έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης ενώπιον του αρμόδιου εφετείου. Αναιρέσεις κατά αποφάσεων εφετείου μπορούν να ασκηθούν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (Riigikohus) μόνον εάν το εφετείο απορρίψει την έφεση.
Το ποσό του κρατικού τέλους καθορίζεται με βάση την αξία της αστικής διαφοράς, που με τη σειρά της προσδιορίζεται με βάση το ποσό της απαίτησης. Κατά τον υπολογισμό της αξίας της αστικής διαφοράς, αθροίζεται το ποσό της κύριας απαίτησης με το ποσό των παρεπόμενων απαιτήσεων. Στην περίπτωση αίτησης για την κίνηση της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών για την ανάκτηση τόκων υπερημερίας που δεν έχουν καταστεί απαιτητοί, στον υπολογισμό προστίθεται το ποσό που αντιστοιχεί σε 1 έτος τόκων υπερημερίας. Το ύψος του κρατικού τέλους προσδιορίζεται με βάση το τελικό ποσό που προκύπτει (αξία της διαφοράς) και σύμφωνα με τον πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα 1 του
νόμου για τα κρατικά τέλη (riigilõivuseadus), σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 1.
Πρέπει να καταβληθεί κρατικό τέλος για το ήμισυ της αξίας της αγωγής για την υποβολή αίτησης επανεξέτασης δικαστικής απόφασης σε διαδικασία που διεξάγεται βάσει του κανονισμού για τη διαδικασία μικροδιαφορών. Το εν λόγω κρατικό τέλος δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 100 EUR ούτε μεγαλύτερο από 2 100 EUR.
Για την άσκηση έφεσης καταβάλλεται το ίδιο κρατικό τέλος που καταβλήθηκε για την αρχική κατάθεση της αίτησης για την κίνηση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη του εύρους της έφεσης. Κατά την άσκηση έφεσης ή αναίρεσης κατά δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε με την έγγραφη διαδικασία ή κατά παρεμπίπτουσας απόφασης ή τμηματικής απόφασης που εκδόθηκε με επιφύλαξη, θεωρείται ότι η αξία της υπόθεσης είναι το 1/4 της αξίας της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό.
Κατά την άσκηση αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, πρέπει να καταβληθεί κρατικό τέλος ύψους 1 % επί της αξίας της αστικής διαφοράς, λαμβανομένου υπόψη του εύρους της έφεσης. Το ύψος του κρατικού τέλους καθορίζεται βάσει του άρθρου 59 του νόμου για τα κρατικά τέλη. Το κρατικό τέλος δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 100 EUR ούτε μεγαλύτερο από 4 760 EUR.
Για την άσκηση ένδικου μέσου ενώπιον εφετείου ή του Ανώτατου Δικαστηρίου καταβάλλεται παράβολο ύψους 70 EUR.
Το κρατικό τέλος μπορεί να καταβληθεί με τραπεζικό έμβασμα σε οποιονδήποτε από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Υπουργείου Οικονομικών: SEB Pank — αριθμός τραπεζικού λογαριασμού EE571010220229377229 (SWIFT: EEUHEE2X)· Swedbank — αριθμός τραπεζικού λογαριασμού EE062200221059223099 (SWIFT: HABAEE2X)· Luminor Bank — αριθμός τραπεζικού λογαριασμού EE221700017003510302 (SWIFT: RIKOEE22)· LHV Pank — αριθμός τραπεζικού λογαριασμού EE567700771003819792 (BIC/SWIFT: LHVBEE22).
Εάν δεν υπάρχει οικειοθελής συμμόρφωση με δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών, η εκτέλεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δικαστικών επιμελητών.
Τα δικαστήρια που αποφαίνονται επί αιτήσεων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (βλ. σημείο 1.2) έχουν την εξουσία να λαμβάνουν τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 23.
Δεν υπάρχουν τυποποιημένα έντυπα που να εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο για τις απλουστευμένες διαδικασίες.
Η νομική συνδρομή παρέχεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για τη νομική συνδρομή που χρηματοδοτείται από το κράτος (riigi õigusabi seadus) και στο κεφάλαιο 18 υποκεφάλαιο 6 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Η παροχή νομικής συνδρομής που χρηματοδοτείται από το κράτος αποφασίζεται βάσει αίτησης του ενδιαφερομένου.
Η αίτηση προσώπου για τη λήψη νομικής συνδρομής χρηματοδοτούμενης από το κράτος ως διαδίκου σε αστική υπόθεση υποβάλλεται στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης ή είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης.
Ένα φυσικό πρόσωπο μπορεί να λάβει νομική συνδρομή που χρηματοδοτείται από το κράτος αν η οικονομική κατάστασή του κατά τον χρόνο που θα χρειαστεί νομική συνδρομή συνεπάγεται ότι δεν είναι σε θέση να καταβάλει τα έξοδα για επαρκείς νομικές υπηρεσίες ή αν είναι σε θέση να καταβάλει μόνο εν μέρει ή σε δόσεις τα έξοδα για νομικές υπηρεσίες ή αν η οικονομική του κατάσταση δεν του παρέχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις βασικές βιοτικές του ανάγκες μετά την καταβολή των εξόδων για νομικές υπηρεσίες.
Η νομική συνδρομή που χρηματοδοτείται από το κράτος παρέχεται σε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για νομική συνδρομή, έχει τον τόπο κατοικίας του στη Δημοκρατία της Εσθονίας ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή το οποίο είναι πολίτης της Δημοκρατίας της Εσθονίας ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο τόπος κατοικίας καθορίζεται με βάση το άρθρο 62 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1). Σε άλλα φυσικά πρόσωπα παρέχεται νομική συνδρομή μόνο εάν έχουν δικαίωμα που απορρέει από διεθνή υποχρέωση η οποία είναι δεσμευτική για την Εσθονία.
Σε αντίθεση με την τακτική διαδικασία σε σχέση με μια αγωγή, το δικαστήριο μπορεί, σε υπόθεση που εκδικάζεται με την απλουστευμένη διαδικασία του άρθρου 405 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, να διεξάγει αποδείξεις και αυτεπαγγέλτως. Το δικαστήριο μπορεί να παρακάμπτει τις νομικές διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις για τη μορφή με την οποία υποβάλλονται και λαμβάνονται τα αποδεικτικά μέσα και να αναγνωρίζει ως αποδεικτικά μέσα αυτά που δεν έχουν δοθεί ενόρκως, συμπεριλαμβανομένων των δηλώσεων των διαδίκων.
Στην έγγραφη διαδικασία γίνονται δεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία μόνο έγγραφα που υποβάλλονται από τους διαδίκους και δηλώσεις οι οποίες παρέχονται ενόρκως από τους διαδίκους. Αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομιστούν μόνο όσον αφορά αγωγή για την καταβολή χρημάτων που προκύπτει από συναλλαγματική ή επιταγή, αγωγή αναγκαστικής εκτέλεσης που απορρέει από υποθήκη ή υποθήκη επί πλοίου, καθώς και σχετικά με το αν ένα έγγραφο είναι γνήσιο ή πλαστογραφημένο. Δεν γίνονται δεκτά άλλα αποδεικτικά στοιχεία και οι ενστάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη. Καμία άλλη απαίτηση ή ανταπαίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας. Για την απόδειξη παρεπόμενης απαίτησης, η οποία απορρέει από συναλλαγματική ή επιταγή, αρκεί να τεκμηριωθεί η απαίτηση.
Οι κανόνες διεξαγωγής αποδείξεων προβλέπονται στο κεφάλαιο 25 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο, αμφότεροι οι διάδικοι πρέπει να αποδείξουν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι απαιτήσεις και οι ενστάσεις τους. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο, οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν σε κατανομή του βάρους της απόδειξης διαφορετική από εκείνη που προβλέπει ο νόμος, και να συμφωνήσουν ως προς τη φύση των αποδεικτικών μέσων για την απόδειξη ορισμένων πραγματικών περιστατικών. Τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται από τους διαδίκους. Το δικαστήριο μπορεί να καλέσει τους διαδίκους να προσκομίσουν πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία. Εάν διάδικος που επιθυμεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορεί να υποβάλει ο ίδιος τα αποδεικτικά στοιχεία, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη διεξαγωγή αποδείξεων. Όταν υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία ή ζητεί τη διεξαγωγή αποδείξεων, ο διάδικος πρέπει να εξηγήσει ποια από τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με την υπόθεση επιθυμεί να αποδείξει, υποβάλλοντας τα αποδεικτικά στοιχεία ή ζητώντας τη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάθε αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει επίσης να περιλαμβάνει πληροφορίες που καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή του. Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διαδικασίας, το δικαστήριο τάσσει στους διαδίκους προθεσμία για την υποβολή αποδεικτικών στοιχείων ή την υποβολή αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων. Εάν η αίτηση διεξαγωγής αποδείξεων από διάδικο απορριφθεί επειδή ο διάδικος παρέλειψε να προκαταβάλει τα έξοδα διεξαγωγής αποδείξεων παρότι το δικαστήριο ζήτησε την καταβολή, ο διάδικος δεν δικαιούται να ζητήσει τη μεταγενέστερη διεξαγωγή των εν λόγω αποδείξεων, εάν η αποδοχή του αιτήματος αυτού θα είχε ως αποτέλεσμα την αναβολή της διαδικασίας.
Εάν είναι αναγκαία η συγκέντρωση αποδείξεων εκτός της περιφέρειας που υπάγεται στην κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση, το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση για την υποβολή διαδικαστικής πράξης στο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο της περιφέρειας όπου είναι δυνατή η διεξαγωγή των αποδείξεων. Η ειδική αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ισχύει για την εκτέλεση της ζητούμενης διαδικαστικής πράξης. Οι διάδικοι ενημερώνονται για τον χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής της διαδικαστικής πράξης, αλλά η μη εμφάνιση διαδίκου δεν εμποδίζει την εκτέλεση του ειδικού αιτήματος. Τα πρακτικά της διαδικαστικής πράξης και των αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν κατά την εκτέλεση της ειδικής αίτησης αποστέλλονται αμελλητί στο δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση. Όταν η διεξαγωγή αποδείξεων από δικαστήριο που διεξάγει τη διαδικασία βάσει ειδικού αιτήματος έχει ως αποτέλεσμα διαφωνία και η συνέχιση της διεξαγωγής αποδείξεων εξαρτάται από την επίλυση της διαφωνίας αυτής, αλλά το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του ζητήματος βάσει της ειδικής αίτησης δεν είναι σε θέση να την επιλύσει, η διαφωνία επιλύεται από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της κύριας υπόθεσης. Όταν το δικαστήριο που εκτελεί την ειδική αίτηση κρίνει σκόπιμο, προς το συμφέρον της εκδίκασης της υπόθεσης, να διαβιβάσει τη διαδικασία διεξαγωγής αποδείξεων σε άλλο δικαστήριο, απευθύνει σχετικό αίτημα στο δικαστήριο και ενημερώνει τους διαδίκους.
Αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται σε ξένη χώρα σύμφωνα με τη νομοθεσία της εν λόγω χώρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διαδικασία ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου στην Εσθονία, εκτός εάν η διαδικαστική πράξη που διενεργήθηκε για τη διεξαγωγή αποδείξεων αντιβαίνει στις αρχές της εσθονικής πολιτικής δικονομίας. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2020/1783 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, η έδρα εσθονικού δικαστηρίου που έχει ζητήσει τη διεξαγωγή αποδείξεων σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον κανονισμό ή δικαστής που ενεργεί βάσει διαταγής τέτοιου δικαστηρίου μπορεί να παρίσταται και να συμμετέχει στη διεξαγωγή αποδείξεων από το αλλοδαπό δικαστήριο. Οι διάδικοι, οι εκπρόσωποι και οι πραγματογνώμονές τους μπορούν να συμμετέχουν στη διεξαγωγή αποδείξεων στον ίδιο βαθμό που δικαιούνται να συμμετέχουν στη διεξαγωγή αποδείξεων στην Εσθονία. Όταν το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού επιτρέπει την απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων από εσθονικό δικαστήριο σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έδρα του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση, ο δικαστής που ενεργεί βάσει διαταγής ή ο πραγματογνώμονας που διορίζεται από το δικαστήριο μπορούν να συμμετέχουν στη διεξαγωγή αποδείξεων.
Εάν οι αποδείξεις πρέπει να διεξαχθούν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαστήριο ζητεί τη διεξαγωγή τους μέσω αρμόδιας αρχής σύμφωνα με τη σύμβαση για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στην αλλοδαπή σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διεξάγει αποδείξεις σε ξένη χώρα ενεργώντας μέσω του πρέσβη ή εξουσιοδοτημένου προξενικού υπαλλήλου που εκπροσωπεί τη Δημοκρατία της Εσθονίας στη χώρα αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν απαγορεύεται από τη νομοθεσία της εν λόγω χώρας.
Ο διάδικος που παρείχε αποδείξεις ή ζήτησε τη διεξαγωγή τους μπορεί να παραιτηθεί από αποδείξεις και να αποσύρει αποδείξεις μόνο με τη συγκατάθεση του αντιδίκου του, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο.
Στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας, μια υπόθεση μπορεί να εξεταστεί με γραπτή διαδικασία. Το δικαστήριο διασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και των ουσιωδών δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων, καθώς και την ακρόαση ενός διαδίκου κατόπιν αιτήματος του διαδίκου. Δεν είναι αναγκαία η σύγκληση ακροαματικής διαδικασίας για τον σκοπό αυτόν. Το δικαστήριο μπορεί να μη διεξάγει γραπτή προκαταρκτική διαδικασία ή ακροαματική διαδικασία.
Στην έγγραφη διαδικασία μια υπόθεση μπορεί να εξεταστεί με γραπτή διαδικασία, εφόσον συμφωνούν οι διάδικοι.
Η δικαστική απόφαση περιλαμβάνει εισαγωγή, διατακτικό μέρος, περιγραφικό μέρος και σκεπτικό. Στην απλουστευμένη διαδικασία το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση χωρίς περιγραφικό μέρος ή σκεπτικό. Όταν ένα δικαστήριο επιλαμβάνεται αγωγής με την απλουστευμένη διαδικασία, μπορεί να περιοριστεί, στο περιγραφικό μέρος της απόφασης, να αναφέρει μόνο τους νομικούς λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία έχει στηρίξει τα συμπεράσματά του.
Το περιφερειακό δικαστήριο που εκδίδει απόφαση σε υπόθεση στην οποία έχει χρησιμοποιηθεί η απλουστευμένη διαδικασία μπορεί να σημειώσει ότι επιτρέπει την άσκηση έφεσης. Γενικά, το δικαστήριο επιτρέπει την άσκηση έφεσης, αν κρίνει απαραίτητη την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό προκειμένου να αποκτήσει τη γνώμη του εφετείου επί νομικού ζητήματος. Δεν συντρέχει λόγος να δικαιολογηθεί η χορήγηση άδειας για την άσκηση έφεσης.
Στην έγγραφη διαδικασία, η αγωγή απορρίπτεται εάν ο ενάγων δεν αποδείξει την απαίτηση χρησιμοποιώντας τα αποδεικτικά στοιχεία που επιτρέπονται στην εν λόγω διαδικασία. Στην περίπτωση αυτήν, η αγωγή μπορεί να υποβληθεί εκ νέου με την τακτική διαδικασία. Εάν το δικαστήριο δεχθεί την αγωγή στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας παρά τις ενστάσεις του εναγομένου, εκδίδει απόφαση με την οποία επιφυλάσσεται επίσης του δικαιώματος του εναγομένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του στο μέλλον. Για τους σκοπούς της έφεσης και της αναγκαστικής εκτέλεσης, δικαστική απόφαση με επιφύλαξη θεωρείται οριστική απόφαση. Όταν μια ένσταση που θα μπορούσε να είχε υποβληθεί μέσω της έγγραφης διαδικασίας επιλυθεί με δικαστική απόφαση με επιφύλαξη, ο εναγόμενος μπορεί στη συνέχεια να υποβάλει εκ νέου την ένσταση αυτή μόνο σε περίπτωση ακύρωσης ή τροποποίησης της δικαστικής απόφασης με επιφύλαξη.
Γενικές αρχές:
Στο διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας, το δικαστήριο αναφέρει τους κανόνες και την προθεσμία για την άσκηση έφεσης. Η έφεση κατά δικαστικής απόφασης που έχει εκδοθεί με την απλουστευμένη διαδικασία μπορεί να ασκηθεί με την τακτική διαδικασία. Το εφετείο μπορεί να εκδικάσει έφεση χρησιμοποιώντας την απλουστευμένη διαδικασία, ανεξάρτητα από το αν το περιφερειακό δικαστήριο το έχει επιτρέψει, και μπορεί να ασκηθεί έφεση ανεξάρτητα από το αν το περιφερειακό δικαστήριο το έχει επιτρέψει. Το εφετείο δεν μπορεί να μην επιληφθεί έφεσης αποκλειστικά και μόνο επειδή υποβλήθηκε με την απλουστευμένη διαδικασία.
Η έφεση κατά δικαστικής απόφασης που έχει εκδοθεί με την έγγραφη διαδικασία μπορεί να ασκηθεί με την τακτική διαδικασία.
Οι διάδικοι και οι τρίτοι που έχουν αυτοτελή απαίτηση μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Τρίτος χωρίς αυτοτελή απαίτηση μπορεί να ασκήσει έφεση υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 214 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση εάν αμφότεροι οι διάδικοι παραιτήθηκαν από το δικαίωμα άσκησης έφεσης με δικόγραφο που υποβλήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου.
Έφεση μπορεί να ασκηθεί εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης στον εκκαλούντα και εντός 5 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Εάν εκδοθεί συμπληρωματική απόφαση σε υπόθεση κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης έφεσης, η προθεσμία άσκησης έφεσης αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της συμπληρωματικής απόφασης και ισχύει ακόμα και σε σχέση με την αρχική απόφαση. Σε περιπτώσεις προσθήκης τμήματος που παραλείφθηκε σε δικαστική απόφαση η οποία εκδόθηκε χωρίς το περιγραφικό μέρος ή το σκεπτικό, η προθεσμία άσκησης έφεσης αρχίζει εκ νέου από την ημερομηνία έκδοσης της πλήρους απόφασης.
Εάν οι διάδικοι καταλήξουν σε συμφωνία εν προκειμένω και ενημερώσουν το δικαστήριο, η προθεσμία άσκησης έφεσης μπορεί να μειωθεί ή μπορεί να αυξηθεί κατ’ ανώτατο όριο σε 5 μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης.
Διάδικος στην κατ’ έφεση διαδικασία μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά απόφασης εφετείου ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, αν το εφετείο έχει παραβεί ουσιωδώς διάταξη δικονομικού δικαίου ή έχει εφαρμόσει εσφαλμένα διάταξη ουσιαστικού δικαίου. Τρίτος χωρίς αυτοτελή απαίτηση μπορεί να καταθέσει αίτηση αναίρεσης υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 214 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναίρεσης εάν αμφότεροι οι διάδικοι παραιτήθηκαν από το δικαίωμα άσκησης του εν λόγω ένδικου μέσου με δικόγραφο που υποβλήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου.
Η αίτηση αναίρεσης μπορεί να κατατεθεί εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης στον εκκαλούντα και εντός 5 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης του εφετείου.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Το ιρλανδικό δίκαιο προβλέπει διαδικασία μικροδιαφορών ως εναλλακτική μέθοδο εκδίκασης αστικών αξιώσεων με αντικείμενο χαμηλής αξίας. [Βλ. Κανόνες του District Court (Διαδικασία Μικροδιαφορών) του 1997 και του 1999]. Πρόκειται για υπηρεσία την οποία παρέχει η γραμματεία του District Court για τη διεκπεραίωση καταναλωτικών αξιώσεων με χαμηλό κόστος και χωρίς συμμετοχή δικηγόρου. Η διαδικασία μικροδιαφορών (στην οποία μπορούν να υπαχθούν ορισμένες αξιώσεις με αντικείμενο αξίας μέχρι 2.000 €) μπορεί να κινηθεί και μέσω του διαδικτύου.
Τα είδη αξιώσεων που υπάγονται στη διαδικασία μικροδιαφορών είναι τα εξής:
i) αξιώσεις για αγαθά ή υπηρεσίες που αγοράστηκαν για προσωπική χρήση από πωλητή/πωλήτρια που πωλεί τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας (καταναλωτικές αξιώσεις)·
ii) αξιώσεις για μικρές περιουσιακές ζημίες (αλλά όχι για σωματική βλάβη)·
iii) αξιώσεις για μη επιστροφή μισθωτικής εγγύησης για ορισμένα είδη μισθώσεων, για παράδειγμα, εξοχικής κατοικίας ή δωματίου/διαμερίσματος στην κατοικία του εκμισθωτή, εφόσον η αξίωση δεν υπερβαίνει τις 2.000 €.
Αξιώσεις που αφορούν ζητήματα σχετικά με απαιτήσεις εκμισθωτών/μισθωτών ή με μισθωμένες κατοικίες τα οποία δεν υπάγονται στη διαδικασία μικροδιαφορών μπορούν να υποβληθούν στο Συμβούλιο Μισθώσεων Κατοικιών (Residential Tenancies Board, 2nd Floor, O’Connell Bridge House, D’Olier Street, Dublin 2). Ιστοσελίδα: Αρχική σελίδα
Από τη διαδικασία μικροδιαφορών εξαιρούνται αξιώσεις που απορρέουν από:
i) συμφωνία πώλησης με δόσεις·
ii) παράβαση μισθωτικής σύμβασης·
iii) οφειλές.
Για να μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία, ο/η καταναλωτής/καταναλώτρια πρέπει να έχει αγοράσει αγαθά ή υπηρεσίες για ιδιωτική χρήση από πωλητή/πωλήτρια που πωλεί τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Από τον Ιανουάριο του 2010 μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία και διαφορές μεταξύ επιχειρηματιών. Τις μικροδιαφορές διεκπεραιώνει ο/η Γραμματέας Μικροδιαφορών του District Court. Όπου αυτό είναι δυνατόν, ο/η Γραμματέας προσπαθεί να επιτύχει συμβιβασμό μεταξύ των διαδίκων χωρίς συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον δικαστηρίου. Αν η προσπάθεια συμβιβασμού αποτύχει, ο/η Γραμματέας εισάγει την υπόθεση για συζήτηση ενώπιον του District Court.
Ο/Η ενάγων/-ουσα πρέπει να είναι βέβαιος/-η για το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου ή της εταιρείας κατά των οποίων στρέφεται. Αν πρόκειται για εταιρεία, πρέπει να χρησιμοποιήσει την ακριβή επωνυμία. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι ακριβή για να μπορέσει ο/η Sheriff να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση.
Αν ο/η εναγόμενος/-η απαντήσει στον/στην Γραμματέα Μικροδιαφορών αμφισβητώντας την αξίωση ή προβάλλοντας ανταξίωση, ο/η Γραμματέας επικοινωνεί με τον/την ενάγοντα/-ουσα και του/της διαβιβάζει αντίγραφο της απάντησης του/της εναγομένου/-ης. Ο/Η Γραμματέας μπορεί να συναντηθεί και να διαπραγματευθεί με τους δύο διαδίκους σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία.
Αν ο/η εναγόμενος/-η αποδέχεται την αξίωση, πρέπει να ειδοποιήσει σχετικά τον/την Γραμματέα Μικροδιαφορών αποστέλλοντας το έντυπο αποδοχής της ευθύνης. Αν ο/η εναγόμενος/-η δεν απαντήσει, η αξίωση θεωρείται αυτομάτως μη αμφισβητούμενη. Το District Court εκδίδει απόφαση υπέρ του/της ενάγοντος/-ουσας (χωρίς ο/η ενάγων/-ουσα να χρειαστεί να παραστεί στο δικαστήριο) και διατάσσει να πληρωθεί το αιτούμενο ποσό εντός σύντομης συγκεκριμένης προθεσμίας.
Το έντυπο αίτησης μπορεί να χορηγηθεί από τον/την Γραμματέα Μικροδιαφορών ή να τηλεφορτωθεί από τον δικτυακό τόπο της Υπηρεσίας Δικαστηρίων, στη διεύθυνση https://www.courts.ie/
Δεδομένου ότι σκοπός της διαδικασίας μικροδιαφορών είναι η διεκπεραίωση καταναλωτικών αξιώσεων με χαμηλό κόστος και χωρίς τη συμμετοχή δικηγόρου, η παροχή νομικής συνδρομής ή νομικών συμβουλών δεν είναι γενικά απαραίτητη για αξιώσεις αυτού του είδους.
Αν η υπόθεση συζητηθεί στο δικαστήριο, οι διάδικοι πρέπει να παραστούν ενώπιον του District Court. Η υπόθεση συζητείται σε κανονική δημόσια συνεδρίαση του District Court. Μόλις εκφωνηθεί η υπόθεση, ο/η Γραμματέας του Δικαστηρίου καλεί τον/την ενάγοντα/-ουσα στο εδώλιο των μαρτύρων για να καταθέσει. Ο/Η ενάγων/-ουσα δίδει όρκο ή διαβεβαίωση και ο/η εναγόμενος/-η μπορεί να του/της υποβάλει ερωτήσεις σχετικά με θέματα που αφορούν την αξίωση. Ο/Η εναγόμενος/-η έχει επίσης τη δυνατότητα να καταθέσει. Κάθε μάρτυρας εξετάζεται και από τους δύο διαδίκους ή από τους νομίμους εκπροσώπους τους, εφόσον είναι παρόντες. Οι διάδικοι μπορούν επίσης να εξετάσουν μάρτυρες ή να υποβάλουν εκθέσεις μαρτυρικών καταθέσεων, όμως το κόστος των ενεργειών αυτών δεν τους επιστρέφεται, καθώς σκοπός της διαδικασίας δεν είναι η κάλυψη τέτοιων εξόδων, αλλά η διευκόλυνση της εκδίκασης των μικροδιαφορών με σχετικά ανέξοδο τρόπο.
Αν το θέμα δεν ρυθμιστεί από τον/την Γραμματέα Μικροδιαφορών, την ημέρα της δίκης ο/η ενάγων/-ουσα πρέπει να προσκομίσει έγγραφες αποδείξεις της αξίωσής του/της, για παράδειγμα επιστολές, αποδείξεις ή τιμολόγια. Επιπροσθέτως, οι δύο διάδικοι έχουν την ευκαιρία να εξεταστούν προφορικά και μπορεί να χρειαστεί να απαντήσουν σε ερωτήσεις του/της αντιδίκου.
Αν νικήσει ο/η ενάγων/-ουσα, το District Court του/της επιδικάζει το αιτούμενο ποσό και διατάσσει την εξόφλησή του/της εντός σύντομης συγκεκριμένης προθεσμίας.
Μολονότι οι διάδικοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν νομικό σύμβουλο, η σχετική δαπάνη δεν καλύπτεται από τον/την αντίδικο, ακόμα και αν κερδίσουν τη δίκη. Ο λόγος ύπαρξης της διαδικασίας μικροδιαφορών είναι να διευκολύνεται η άσκηση αγωγής χωρίς να χρειάζεται η συνδρομή δικηγόρου.
Τόσο ο/η ενάγων/-ουσα όσο και ο/η εναγόμενος/-η έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης του District Court ενώπιον του Circuit Court. Το Circuit Court μπορεί να επιδικάσει δικαστική δαπάνη, αλλά αυτό εναπόκειται στην κρίση του δικαστή του Circuit Court.
https://www.courts.ie/small-claims
http://www.citizensinformation.ie/en/justice/courts_system/small_claims_court.html
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Υπάρχει διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών (π.χ. μια ειδική απλοποιημένη διαδικασία, σε σχέση με την κανονική, η οποία εφαρμόζεται σε υποθέσεις που οριοθετούνται από χρηματικούς περιορισμούς ή από συγκεκριμένους τύπους προσφυγών ανεξάρτητα από χρηματικούς περιορισμούς);
Υπάρχει στον Κωδ. Πολ. Δικ. (Κεφάλαιο ΙΓ άρθρα 466-469) που περιέχει ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές.
Οι ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές εφαρμόζονται :1) Αν το αντικείμενο της διαφοράς υπάγεται στο ειρηνοδικείο και αφορά απαιτήσεις, καθώς και δικαιώματα επάνω σε κινητά πράγματα ή τη νομή τους και η αξία του δεν είναι μεγαλύτερη από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ και 2)Όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς είναι μεγαλύτερη από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, αν ο ενάγων δηλώσει ότι δέχεται προς ικανοποίησή του, αντί για το αντικείμενο που ζητεί με την αγωγή, χρηματικό ποσό όχι μεγαλύτερο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος καταδικάζεται διαζευκτικά να καταβάλει είτε το αντικείμενο που ζητείται με την αγωγή είτε την αποτίμησή του σύμφωνα με την απόφαση που θα εκδώσει ο ειρηνοδίκης.
Η διαδικασία είναι υποχρεωτική.
Το δικαστήριο ή τα αντίδικα μέρη δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την κανονική αντί για την ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Εκκρεμεί Προεδρικό Διάταγμα για την ενεργοποίηση τυποποιημένων εγγράφων για τις μικροδιαφορές (υπό υλοποίηση).
Παρέχεται συνδρομή στις διαδικασίες (π.χ. από δικαστικό υπάλληλο ή δικαστή) για ενάγοντες που δεν εκπροσωπούνται από δικηγόρο; Αν ναι σε ποιο βαθμό;
Ο διάδικος μπορεί να παρασταθεί στο Δικαστήριο μόνος του είτε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που αφορούν στη διεξαγωγή αποδείξεων και είναι απλοποιημένοι σε σχέση με την κανονική διαδικασία; Αν ναι, ποιοι και σε ποιο βαθμό;
Ο ειρηνοδίκης δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των μικροδιαφορών μπορεί να αποκλίνει από τις δικονομικές διατάξεις και να λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά στοιχεία που δεν πληρούν τους όρους του νόμου.
Η αγωγή πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του ειρηνοδικείου. Στην αγωγή αναφέρονται α) σαφής έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα.
Δεν γίνεται επιστροφή εξόδων.
Οι αποφάσεις που εκδίδονται για μικροδιαφορές δεν εφεσιβάλλονται.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Nαι, προφορική διαδικασία («procedimiento de juicio verbal») για απαιτήσεις έως το ποσό των 15.000 ευρώ. Χωρίς να θίγεται η ενδεχόμενη εφαρμογή της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών που διέπεται από τον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (EΚ) αριθ. 861/2007 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της.
H προφορική διαδικασία ακολουθείται σε περίπτωση απαιτήσεων που αφορούν ποσό έως 15.000 ευρώ.
Με αίτηση που υποβάλλεται γραπτώς. Η αίτηση λαμβάνει τη μορφή δικογράφου αγωγής, εκτός αν ο αιτών δεν προσφύγει σε δικηγόρο και σε δικαστικό πληρεξούσιο, οπότε η αίτηση μπορεί λάβει συνοπτική μορφή.
Δεν υπάρχουν τυποποιημένα υποχρεωτικά έντυπα. Ωστόσο, τα γραφεία των αρχαιότερων δικαστών (Decanatos) συνήθως παρέχουν τυποποιημένα έντυπα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για απαιτήσεις που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 2.000 ευρώ. Από τον προσφεύγοντα για τη σύνταξη της αίτησης και από τον εναγόμενο για το υπόμνημα αντίκρουσης.
Μπορείτε να τηλεφορτώσετε τα έντυπα αυτά στον ιστότοπο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (Consejo General del Poder Judicial).
Εάν το ποσό της απαίτησης υπερβαίνει τα 2.000 ευρώ απαιτείται η παρέμβαση δικηγόρου και δικαστικού πληρεξούσιου και δεν δίνεται συνέχεια σε προσφυγές ούτε σε υπομνήματα αντίκρουσης τα οποία δεν έχουν υποβληθεί από τους εν λόγω επαγγελματίες.
Το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν κατέθεσε υπόμνημα αντίκρουσης δεν έχει ως αποτέλεσμα την ευδοκίμηση της προσφυγής μέσω συγκατάθεσης, αλλά μόνον τη δήλωση ερημοδικίας και η δικαστική διαδικασία συνεχίζεται.
Οι αιτούντες μπορούν να παραστούν προσωπικά στην προφορική διαδικασία. Αν, όμως, το ποσό της απαίτησης υπερβαίνει τα 2.000 ευρώ, η παρουσία δικηγόρου και δικαστικού πληρεξούσιου (procurador) είναι υποχρεωτική.
Το δικαστήριο θα πρέπει να ορίζει τις προσαρμογές και τροποποιήσεις που κρίνονται απαραίτητες, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η ισότιμη συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία, των ατόμων άνω των 65 ετών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα, καθώς και των ατόμων άνω των 80 ετών. Τόσο στο στάδιο της διαγνωστικής δίκης όσο και στο στάδιο της εκτέλεσης προτεραιότητα δίνεται στις διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ηλικιωμένοι άνω των 80 ετών.
Για την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων ισχύουν οι γενικοί κανόνες, δηλαδή κάθε είδους αποδεικτικά στοιχεία είναι αποδεκτά, ενώ τα στοιχεία είναι επίσης δυνατό να ζητηθούν και να προσκομιστούν πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
Οι γραπτές διατυπώσεις της διαδικασίας περιλαμβάνουν την προσφυγή και το υπόμνημα αντίκρουσης. Τα δικονομικά ζητήματα επιλύονται κατά τη διάρκεια της δίκης. Παρεμπίπτοντα ερωτήματα δεν γίνεται να τεθούν, αφότου γίνουν δεκτά τα προτεινόμενα αποδεικτικά στοιχεία. Ομοίως, τα αποδεικτικά στοιχεία παρέχονται προφορικά και παρουσιάζονται συνοπτικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και εκδίδεται γραπτώς, ακριβώς όπως οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.
Η απόφαση θα πρέπει να περιλαμβάνει διάταξη για τη δικαστική δαπάνη, η οποία βαρύνει τον διάδικο οι αξιώσεις του οποίου απορρίφθηκαν στο σύνολό τους τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αιτιολογημένα ότι η υπόθεση γεννούσε σοβαρές αμφιβολίες νόμω ή ουσία. Σε περίπτωση μερικής νίκης, το δικαστήριο δεν επιδικάζει δικαστική δαπάνη. Μπορεί όμως να καταδικάσει έναν από τους διαδίκους στη δικαστική δαπάνη εάν κρίνει ότι αυτός ενήργησε καταχρηστικά.
Αν έχει παραστεί δικηγόρος και δικαστικός πληρεξούσιος και έχει εκδοθεί απόφαση σχετικά με την επιδίκαση των εξόδων, ο διάδικος υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση μπορεί να ζητήσει επιστροφή των εξόδων της διαδικασίας, κατόπιν αξιολόγησης και υπό τον όρο ότι τα έξοδα δεν υπερβαίνουν το ένα τρίτο του ποσού της διαφοράς για καθέναν από τους διαδίκους υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση.
Αν ο διάδικος υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση επιδίκασης των εξόδων δεν κατοικεί στον τόπο διεξαγωγής της δίκης, μπορεί να ζητήσει επιστροφή των εξόδων του δικαστικού πληρεξούσιου, ακόμη και αν η παρουσία του τελευταίου δεν είναι υποχρεωτική.
Η απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου (Audiencia Provincial) αν το ποσό της διαφοράς υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ. Η προσφυγή υποβάλλεται στο αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο, εγγράφως και εντός μέγιστης προθεσμίας είκοσι ημερών.
Αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής είναι το επαρχιακό δικαστήριο (Audiencia Provincial), σε μονομελή σύνθεση, κατά της απόφασης του οποίου δεν χωρεί περαιτέρω ένδικο μέσο.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Όταν η αξίωση είναι χαμηλού ύψους, μπορεί να ασκηθεί με αγωγή ενώπιον των κατά τόπους τμημάτων των πρωτοδικείων (chambres de proximité des tribunaux judiciaires) και ενώπιον των δικαστών που είναι αρμόδιοι για την εκδίκαση διαφορών προστασίας (juges des contentieux de la protection), σύμφωνα με τα άρθρα 756 και επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Η διαδικασία είναι προφορική, αλλά οι διάδικοι μπορούν να υποβάλουν γραπτά υπομνήματα, αν το επιθυμούν.
Η αγωγή μπορεί να αναφέρει τη συμφωνία του ενάγοντος για τη διεξαγωγή της διαδικασίας χωρίς ακρόαση (άρθρο 757 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Επίσης, το άρθρο 828 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπει στους διαδίκους να παρέχουν ρητά, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, τη συμφωνία τους για τη διεξαγωγή της διαδικασίας χωρίς ακρόαση. Η εν λόγω διαδικασία χωρίς ακρόαση άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 2020 και εμπνέεται από την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών.
Η γραμματεία κλητεύει τους διαδίκους στην ακρόαση με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει την εν λόγω επιστολή, το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τον ενάγοντα να του την επιδώσει μέσω δικαστικού επιμελητή.
Επί ποινή απαραδέκτου που το δικαστήριο μπορεί να κηρύξει αυτεπαγγέλτως, πριν από την άσκηση δικαστικής προσφυγής πρέπει να προηγηθεί, κατ’ επιλογή των διαδίκων, απόπειρα συμβιβασμού (conciliation) μέσω δικαστικού συμφιλιωτή (conciliateur de justice), απόπειρα διαμεσολάβησης (médiation) ή απόπειρα συμμετοχικής διαδικασίας (procédure participative).
Δεν είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση από δικηγόρο. Οι διάδικοι μπορούν να εκπροσωπούνται από τους/τις συζύγους τους, τους/τις συμβίους τους, το άτομο με το οποίο έχουν συνάψει αστικό σύμφωνο αλληλεγγύης, τους γονείς τους ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου, καθώς και από άτομα που έχουν στην υπηρεσία τους.
Το ποσό της απαίτησης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ και η απαίτηση πρέπει να υπάγεται στην αρμοδιότητα του τοπικού τμήματος του πρωτοδικείου ή του δικαστή που είναι αρμόδιος για την εκδίκαση διαφορών προστασίας.
Υπάρχει έντυπο για την προσφυγή στο δικαστήριο.
Πρόκειται για το έντυπο CERFA αριθ. 11764*08, το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της γαλλικής δημόσιας διοίκησης, σε όλες τις Services d’Accueil Unique du Justiciable και στον ιστότοπο Justice.fr.
Δεδομένου ότι πρόκειται για απλή διαδικασία που αφορά ποσά τα οποία δεν υπερβαίνουν τις 5.000 ευρώ και η οποία συνίσταται στην ακρόαση των διαδίκων από τον δικαστή, εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν σε διαδικασία χωρίς ακρόαση, δεν προβλέπεται αρωγή από τις κείμενες διατάξεις. Ωστόσο, οι διάδικοι μπορούν να επικουρούνται ή να εκπροσωπούνται από δικηγόρο, ενδεχομένως αφού ζητήσουν να επωφεληθούν από τις διατάξεις περί νομικής συνδρομής (ευεργετήματος πενίας).
Οι κανόνες περί αποδείξεως είναι παρόμοιοι με εκείνους της τακτικής διαδικασίας.
Εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν σε διαδικασία χωρίς ακρόαση, δεν υπάρχει αμιγώς έγγραφη διαδικασία στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.
Οι κανόνες που διέπουν την απόφαση είναι οι ίδιοι με τους κανόνες που ισχύουν για την τακτική διαδικασία.
Εφαρμόζονται οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν για τις άλλες διαδικασίες. Ωστόσο, καθώς η συγκεκριμένη διαδικασία δεν απαιτεί καταρχήν κλήτευση ούτε εκπροσώπηση από δικηγόρο, τα έξοδα είναι μειωμένα.
Λόγω της μικρής αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, αποκλείεται η δυνατότητα έφεσης. Η απόφαση μπορεί να αποτελέσει μόνο αντικείμενο ανακοπής (αν ο εναγόμενος δεν έλαβε την κλήτευση για την ακρόαση) ή αναίρεσης (αν ο εναγόμενος έλαβε την κλήτευση για την ακρόαση).
Σχετικοί σύνδεσμοι
Ιστότοπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Ministère de la Justice)
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στη Δημοκρατία της Κροατίας οι μικροδιαφορές διέπονται από τα άρθρα 457-467a του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zakon o parničnom postupku) (Narodne Novine (NN· Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Κροατίας), αριθ. 53/91, 91/92, 112/99, 129/00, 88/01, 117/03, 88/05, 2/07, 84/08, 96/08, 123/08, 57/11, 25/13, 89/14, 70/19, 80/22, 114/22 και 155/23), ενώ η διαδικασία μικροδιαφορών του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών διέπεται από τα άρθρα 507o - 507ž του κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Οι μικροδιαφορές είναι διαφορές που έχουν ως αντικείμενο απαίτηση ποσού έως 1.320,00 EUR.
Οι μικροδιαφορές που εκδικάζονται από τα εμποροδικεία (trgovački sudovi), είναι διαφορές που έχουν ως αντικείμενο απαίτηση ποσού έως 6.630 EUR.
Οι μικροδιαφορές περιλαμβάνουν επίσης και διαφορές που δεν έχουν ως αντικείμενο χρηματική απαίτηση, στις οποίες όμως ο ενάγων έχει δηλώσει στην αγωγή ότι συμφωνεί να λάβει ορισμένο ποσό ύψους έως 1.320,00 EUR αντί της αυτούσιας ικανοποίησης της απαίτησής του.
Οι μικροδιαφορές περιλαμβάνουν επίσης και διαφορές που δεν έχουν ως αντικείμενο χρηματική απαίτηση αλλά την παράδοση κινητών περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων, όπως έχει δηλώσει ο ενάγων στην αγωγή, δεν υπερβαίνει το ποσό των 1.320,00 EUR.
Σύμφωνα με τις υφιστάμενες ρυθμίσεις, η ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 αν το ύψος της απαίτησης δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.000 EUR κατά τον χρόνο παραλαβής του δικογράφου της αγωγής από το αρμόδιο δικαστήριο, εξαιρουμένων όλων των τόκων, εξόδων και τελών.
Διαδικασίες μικροδιαφορών διεξάγονται επίσης σε περίπτωση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, εάν η αξία του αμφισβητούμενου μέρους της διαταγής πληρωμής δεν υπερβαίνει τα 1 320,00 EUR.
Κατά τη διαδικασία μικροδιαφορών, η διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρέπει να ολοκληρώνεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και, σε κάθε περίπτωση, εντός ενός έτους από την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής.
Η διαδικασία μικροδιαφορών διεξάγεται ενώπιον των ειρηνοδικείων και των εμποροδικείων, βάσει των κανόνων περί καθ’ ύλην αρμοδιότητας των άρθρων 34 και 34b του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Η διαδικασία μικροδιαφορών κινείται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή με την κατάθεση αίτησης εκτέλεσης βασιζόμενης σε δημόσιο συμβολαιογραφικό έγγραφο, αν έχει προβληθεί εμπρόθεσμα παραδεκτή ανακοπή κατά του εκτελεστού τίτλου.
Τα έντυπα και οι άλλες αιτήσεις ή δηλώσεις κατατίθενται γραπτώς, με τηλεομοιοτυπία ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών που διεξάγεται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007.
Δεν προβλέπονται άλλα τυποποιημένα έντυπα για την κίνηση της διαδικασίας μικροδιαφορών.
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για τη νομική συνδρομή (ευεργέτημα πενίας) στη διαδικασία μικροδιαφορών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μικροδιαφορών, οι διάδικοι μπορούν να εκπροσωπούνται από δικηγόρο.
Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων του νόμου περί δωρεάν νομικής συνδρομής (Zakon o besplatnoj pravnoj pomoći) [Narodne Novine (Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Κροατίας), αριθ. 143/13 και 98/19), οι διάδικοι δικαιούνται δωρεάν νομική συνδρομή.
Πληροφορίες για το σύστημα δωρεάν νομικής συνδρομής στην Κροατία υπάρχουν στην ιστοσελίδα https://pravosudje.gov.hr/besplatna-pravna-pomoc/6184..
Στη διαδικασία μικροδιαφορών, οι διάδικοι πρέπει να εκθέσουν όλα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση της απαίτησής τους το αργότερο κατά την κατάθεση της αγωγής ή του υπομνήματος αντίκρουσης και να προσαγάγουν κάθε αναγκαίο αποδεικτικό στοιχείο για την υποστήριξη των πραγματικών περιστατικών που επικαλούνται.
Σε διαδικασίες μικροδιαφορών που αφορούν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, ο ενάγων υποχρεούται να παρουσιάσει, σε σχετικό υπόμνημα προς το δικαστήριο και εντός 15 το πολύ ημερών από την παραλαβή της απόφασης που ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, όλα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζει τις απαιτήσεις του και τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται.
Στη διαδικασίες μικροδιαφορών που αφορούν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, ο εναγόμενος υποχρεούται να παρουσιάσει όλα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζει τις απαιτήσεις του και να υποβάλει τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται εντός 15 το πολύ ημερών από την παραλαβή του υπομνήματος του ενάγοντος στο οποίο ο ενάγων παρουσίασε όλα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζει τις απαιτήσεις του και υπέβαλε τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται.
Οι διάδικοι μπορούν να εκθέτουν νέα πραγματικά περιστατικά ή να προσάγουν νέα αποδεικτικά στοιχεία σε προκαταρκτική προφορική ακρόαση μόνο αν, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, δεν μπόρεσαν να τα εκθέσουν ή να τα προσαγάγουν με την αγωγή ή την αντίκρουση ή στα υπομνήματα που κατέθεσαν βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων στα οποία παρουσίασαν όλα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζουν τις απαιτήσεις τους και υπέβαλαν τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη των πραγματικών περιστατικών που επικαλούνται.
Το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη τα νέα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που εκτίθενται ή προτείνονται από τους διαδίκους στην προκαταρκτική προφορική ακρόαση κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων.
Για τη διεξαγωγή των αποδείξεων ισχύουν οι γενικές διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Συνεπώς, οι αποδείξεις στη διαδικασία μικροδιαφορών μπορεί να συνίστανται σε αυτοψίες, έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που έχει διαταχθεί από το δικαστήριο και αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι διάδικοι, και το δικαστήριο αποφασίζει ποιο από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία θα χρησιμοποιηθεί για τη στοιχειοθέτηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης.
Περισσότερες πληροφορίες για τα αποδεικτικά στοιχεία και τη διεξαγωγή των αποδείξεων παρέχονται στην ενότητα πληροφοριών με τίτλο «Διεξαγωγή αποδείξεων-Δημοκρατία της Κροατίας» (Izvođenje dokaza – Republika Hrvatska).
Η διαδικασία μικροδιαφορών διεξάγεται γραπτώς.
Στις διαδικασίες μικροδιαφορών, το δικαστήριο διεξάγει ακροαματική διαδικασία εάν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας ή εάν τουλάχιστον ένας από τους διαδίκους υποβάλει τεκμηριωμένο αίτημα για τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία απορρίπτεται το αίτημα του διαδίκου για τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας, εάν κρίνει, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι η διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί δίκαια χωρίς ακρόαση. Δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται η πρόταση ενός διαδίκου για διεξαγωγή ακροματικής διαδικασίας.
Ελλείψει ειδικών διατάξεων που να καθορίζουν το περιεχόμενο της απόφασης στη διαδικασία των μικροδιαφορών, ισχύουν οι γενικές διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας, δηλαδή το άρθρο 338 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, που ορίζει ότι η γραπτή απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει επίσημο προοίμιο, διατακτικό και αιτιολογικό.
Το προοίμιο της απόφασης πρέπει να περιλαμβάνει: μνεία του ότι η απόφαση εκδίδεται στο όνομα της Δημοκρατίας της Κροατίας τον τίτλο του δικαστηρίου το ονοματεπώνυμο του δικαστή ή του προέδρου της σύνθεσης, του εισηγητή δικαστή και των μελών του δικαστηρίου, το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία, τον προσωπικό αριθμό ταυτοποίησης και τη διεύθυνση κατοικίας ή έδρας των διαδίκων, τους νόμιμους εκπροσώπους και αντιπροσώπους τους συνοπτική μνεία του αντικειμένου της διαφοράς την ημερομηνία περάτωσης της κύριας ακροαματικής διαδικασίας μνεία των διαδίκων, των νόμιμων εκπροσώπων τους και αντιπροσώπων τους που παραστάθηκαν στην εν λόγω ακροαματική διαδικασία και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
Το διατακτικό της απόφασης πρέπει να περιλαμβάνει την απόφαση του δικαστηρίου με την οποία γίνονται δεκτές ή απορρίπτονται οι συγκεκριμένες απαιτήσεις επί της ουσίας και οι επικουρικές απαιτήσεις, καθώς και απόφαση περί της ύπαρξης ή μη ύπαρξης της απαίτησης που προβλήθηκε προς συμψηφισμό (άρθρο 333 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Στο αιτιολογικό το δικαστήριο εκθέτει συνοπτικά τους ισχυρισμούς των διαδίκων, τα πραγματικά περιστατικά που εξέθεσαν και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν. Το δικαστήριο αναφέρει και εξηγεί επίσης ποια από τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά επιδίωξε να διαπιστώσει, τον λόγο και τον τρόπο που διαπίστωσε τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και αν τα διαπίστωσε με την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων, ποια αποδεικτικά στοιχεία προτάθηκαν και τον λόγο και τον τρόπο που αξιολογήθηκαν. Το δικαστήριο ορίζει συγκεκριμένα ποιες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου εφαρμόστηκαν κατά την έκδοση της απόφασης επί των απαιτήσεων των διαδίκων και παραθέτει τη θέση του, εφόσον απαιτείται, επί των θέσεων των διαδίκων για τη νομική βάση της διαφοράς και για κάθε αίτηση ή ένσταση για την οποία δεν εξέθεσε τη σχετική αιτιολογία στις αποφάσεις που έλαβε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Το αιτιολογικό ερήμην απόφασης, απόφασης που βασίστηκε στην παραδοχή της απαίτησης ή απόφασης που βασίστηκε στην παραίτηση από την απαίτηση πρέπει να περιέχει μόνο μνεία των λόγων έκδοσης των εν λόγω αποφάσεων.
Η απόφαση απόδοσης των εξόδων της διαδικασίας μικροδιαφορών εκδίδεται βάσει των γενικών διατάξεων του κώδικα πολιτικής δικονομίας, κατά τις οποίες ο εξ ολοκλήρου ηττηθείς διάδικος οφείλει να αποζημιώσει τον αντίδικο και τον υπέρ του αντιδίκου παρεμβαίνοντα για τα έξοδά τους.
Αν οι διάδικοι νίκησαν μόνο εν μέρει στην υπόθεση, το δικαστήριο καθορίζει πρώτα το ποσοστό επιτυχίας καθενός από αυτούς και στη συνέχεια αφαιρεί το ποσοστό επιτυχίας του λιγότερο επιτυχημένου διαδίκου από το ποσοστό επιτυχίας του πιο επιτυχημένου διαδίκου μετά καθορίζει το ποσό των ειδικών και των συνολικών δαπανών του πιο επιτυχημένου διαδίκου που ήταν απαραίτητες για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας και στη συνέχεια επιστρέφει στον διάδικο αυτόν το μέρος αυτών των συνολικών δαπανών που αντιστοιχούν στο ποσοστό που απομένει αφού ληφθούν υπόψη τα ποσοστά επιτυχίας των διαδίκων στην υπόθεση. Το ποσοστό επιτυχίας στην υπόθεση αξιολογείται με βάση τις απαιτήσεις που έγιναν δεκτές, λαμβανομένης επίσης υπόψη της επιτυχούς προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων για τη στήριξη των απαιτήσεων.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε διάδικο να αποζημιώσει τον άλλο διάδικο για ειδικά έξοδα δυνάμει του άρθρου 156 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το οποίο ορίζει ότι, ανεξάρτητα από την έκβαση της υπόθεσης, ο διάδικος οφείλει να αποζημιώσει τον αντίδικο για τα έξοδα που προέκυψαν από δική του υπαιτιότητα ή από συμβάν που υπέστη ο αντίδικος.
Αν οι διάδικοι είχαν περίπου ίσους βαθμούς επιτυχίας στην υπόθεση, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά του έξοδα ή ο ένας διάδικος να αποζημιώσει τον άλλον μόνο για συγκεκριμένα έξοδα δυνάμει του άρθρου 156 παράγραφος 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο ένας διάδικος θα πρέπει να καταβάλει όλα τα έξοδα του αντιδίκου και του υπέρ του αντιδίκου παρεμβαίνοντος, αν η απαίτηση του αντιδίκου δεν ευοδώθηκε μόνο ως προς ένα σχετικά δευτερεύον μέρος της και δεν προέκυψαν χωριστά έξοδα για το εν λόγω μέρος.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την έκβαση της υπόθεσης, ο διάδικος οφείλει να καταβάλει όλα τα έξοδα του αντιδίκου που απορρέουν από δική του υπαιτιότητα ή από συμβάντα που υπέστη ο αντίδικος.
Στο πλαίσιο διαδικασίας μικροδιαφορών, έφεση μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά της απόφασης με την οποία περατώνεται η διαδικασία.
Ο μόνος τρόπος προσβολής των λοιπών αποφάσεων που υπόκεινται σε έφεση δυνάμει του παρόντος νόμου είναι η έφεση κατά της απόφασης που περατώνει τη διαδικασία.
Κατά τα λοιπά, οι εφέσεις διέπονται από τις γενικές διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, στη διαδικασία μικροδιαφορών, οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης εντός 15 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης αντιγράφου της απόφασης.
Η απόφαση που περατώνει τη διαδικασία μικροδιαφορών μπορεί να προσβληθεί μόνο για εσφαλμένη εφαρμογή διάταξης ουσιαστικού δικαίου ή για ουσιώδη παράβαση των διατάξεων πολιτικής δικονομίας που αναφέρονται στο άρθρο 354 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, με εξαίρεση την παράβαση που αναφέρεται στο σημείο 3 της εν λόγω παραγράφου.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία μικροδιαφορών, καθώς αυτές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου (giudice di pace).
Η διαδικασία ενώπιον του ειρηνοδικείου χαρακτηρίζεται από τάση απλοποίησης (άρθρα 316-322 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Τα ειρηνοδικεία είναι αρμόδια για την εκδίκαση διαφορών που αφορούν κινητά περιουσιακά στοιχεία αξίας έως 10.000 (δέκα χιλιάδες) ευρώ, εκτός εάν προβλέπεται ρητώς κάτι διαφορετικό από τον νόμο.
Το ειρηνοδικείο είναι επίσης αρμόδιο για αγωγών αποζημίωσης που ασκούνται για ζημίες οφειλόμενες στην κυκλοφορία οχημάτων και σκαφών, υπό την προϋπόθεση ότι η αντίστοιχη αξία δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000 (είκοσι πέντε χιλιάδες) ευρώ.
Ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, το ειρηνοδικείο είναι αρμόδιο για όλες τις ακόλουθες υποθέσεις:
Η πρόσφατη μεταρρύθμιση (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 149/2022) εισήγαγε ορισμένες νέες εξελίξεις στις διαδικασίες ενώπιον των ειρηνοδικών: με σκοπό την προσαρμογή στις ψηφιακές απαιτήσεις, οι διατάξεις του άρθρου 127 παράγραφος 3 και του άρθρου 127-bis του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ακροαματική διαδικασία με οπτικοακουστικούς συνδέσμους) και του άρθρου 127-ter του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (υποβολή γραπτών υπομνημάτων), του άρθρου 193 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (δήλωση του δικαστικού πραγματογνώμονα για ορκοδοσία με ψηφιακή υπογραφή) και του άρθρου 196-duodecies του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ακροαματική διαδικασία με εξ αποστάσεως οπτικοακουστικούς συνδέσμους) εφαρμόζονται επίσης, από την 1η Ιανουαρίου 2023, για τις διαδικασίες που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία αυτή· οι διατάξεις του κεφαλαίου Ι του τίτλου V-ter, εφαρμοστικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ψηφιακή δικαιοσύνη), εφαρμόζονται επίσης από τις 30 Ιουνίου 2023 για τις διαδικασίες που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία αυτή.
Η αίτηση υποβάλλεται με την απλουστευμένη αναγνωριστική διαδικασία, εφόσον οι διαδικασίες είναι συμβατές (άρθρα 281 decies έως 281 terdecies του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Η αίτηση μπορεί επίσης να υποβληθεί προφορικά. Ο ειρηνοδίκης ζητά τη σύνταξη πρακτικού το οποίο, με μέριμνα του αιτούντα, επιδίδεται στον καθ’ ου μαζί με τη διαταγή με την οποία ορίζεται η ακροαματική διαδικασία στην οποία πρέπει να εμφανιστούν οι διάδικοι σύμφωνα με το άρθρο 318 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει μνεία του δικαστηρίου και των διαδίκων, να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και να αναφέρει το αντικείμενό της (νέο άρθρο 318 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Ο ειρηνοδίκης καθορίζει, εντός πέντε ημερών από την ανάθεση της υπόθεσης, την ακροαματική διαδικασία στην οποία πρέπει να εμφανιστούν οι διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 281-undecies δεύτερη παράγραφος (νέο άρθρο 318 παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Ο αιτών παρίσταται καταθέτοντας την αίτηση ή τα πρακτικά που αναφέρονται στο άρθρο 316 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μαζί με το διάταγμα που αναφέρεται στο άρθρο 318 (εάν έχει καταθέσει προφορικά την αίτηση), μαζί με την έκθεση επίδοσης και, ενδεχομένως, το πληρεξούσιο.
Αντιθέτως, ο καθ’ ου παρίσταται σύμφωνα με το άρθρο 281-undecies τρίτη και τέταρτη παράγραφος του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με την κατάθεση του υπομνήματος αντίκρουσης και, κατά περίπτωση, του πληρεξουσίου (νέο άρθρο 319 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Ο ειρηνοδίκης, κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποβάλλει χωρίς περιορισμό ερωτήσεις στους διαδίκους και επιχειρεί συμβιβασμό μεταξύ αυτών. Αν η προσπάθειά του αποδειχθεί επιτυχής, ο ειρηνοδίκης συντάσσει πρακτικό. Εάν δεν επιτευχθεί συμβιβασμός, ο ειρηνοδίκης προχωρεί σύμφωνα με την απλουστευμένη διαδικασία (άρθρο 281-duodecies, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη παράγραφος του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και, εάν κρίνει ότι η υπόθεση δεν είναι ώριμη για την έκδοση της απόφασης, διατάσσει τη σχετική διεξαγωγή αποδείξεων.
Όταν ο ειρηνοδίκης κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, προχωρεί σύμφωνα με το άρθρο 281-sexies του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ως εκ τούτου, ο δικαστής διατυπώνει τα συμπεράσματά του και μπορεί να διατάξει την προφορική συζήτηση της υπόθεσης. Η απόφαση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου εντός 15 ημερών από τη συζήτηση.
Δεν υπάρχουν έντυπα.
Όταν η αξία της αγωγής δεν υπερβαίνει το ποσό των 1.100 ευρώ, οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται οι ίδιοι ενώπιον του ειρηνοδίκη χωρίς δικηγόρο (άρθρο 82 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας βλέπε το ενημερωτικό δελτίο με τίτλο «Προσφυγή σε δικαστήριο»).
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι διάδικοι πρέπει να παρίστανται διά δικηγόρου.
Ωστόσο, ο ειρηνοδίκης δύναται, βάσει της φύσης και του εύρους της αγωγής, να επιτρέψει σε διάδικο να παρασταθεί αυτοπροσώπως, μεταξύ άλλων και κατόπιν προφορικού αιτήματος του ίδιου του διαδίκου.
Ο δικαστής βεβαιώνεται ότι οι διάδικοι έχουν προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την παράστασή τους ενώπιον του δικαστηρίου και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, τους ζητεί να συμπληρώσουν ή να διορθώσουν τυχόν έγγραφα στα οποία διαπιστώνει ελλείψεις.
Αν ο δικαστής διαπιστώσει την έλλειψη πληρεξουσίου προς τον
συνήγορο ή ελάττωμα στην
εκπροσώπηση, τη
δικαστική συμπαράσταση ή την
έγκριση που έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητά τους, ο
δικαστής τάσσει για τους διαδίκους
αποκλειστική προθεσμία για τον ορισμό προσώπου που θα αναλάβει την εκπροσώπηση ή την παροχή συνδρομής, για την ανάθεση των απαραίτητων εξουσιών ή για την ανάθεση ή την ανανέωση
εντολής εκπροσώπησης. Η τήρηση της προθεσμίας θεραπεύει τα ελαττώματα και ως εκ τούτου παράγονται ουσιαστικά και δικονομικά αποτελέσματά της αγωγής από την ημερομηνία της πρώτης
κοινοποίησης (άρθρο 182 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Οι κανόνες που αφορούν τη διεξαγωγή αποδείξεων είναι οι ίδιοι με τους κανόνες που διέπουν τις τακτικές δικαστικές διαδικασίες (βλέπε το ενημερωτικό δελτίο με τίτλο «Διεξαγωγή αποδείξεων»).
Εφαρμόζεται το άρθρο 127-ter του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που προβλέπει ότι «η ακροαματική διαδικασία, ακόμα και αν έχει οριστεί σε προηγούμενο χρονικό σημείο, μπορεί να αντικατασταθεί από την κατάθεση γραπτών υπομνημάτων που περιέχουν μόνο τις αξιώσεις και τα συμπεράσματα, αν δεν απαιτείται η παρουσία προσώπων άλλων από τους συνηγόρους, τους διαδίκους, την
εισαγγελία και τους
βοηθούς του δικαστηρίου (ausiliari del giudice). Στις ίδιες περιπτώσεις, η ακροαματική διαδικασία αντικαθίσταται από την κατάθεση γραπτών υπομνημάτων κατόπιν αιτήματος όλων των διαδίκων με δικαίωμα παράστασης. Με τη διάταξη που αντικαθιστά την ακροαματική διαδικασία, το δικαστήριο ορίζει
αποκλειστική προθεσμία τουλάχιστον 15 ημερών για την κατάθεση των υπομνημάτων.
Γενικά, εφαρμόζονται οι κανόνες της απλουστευμένης διαδικασίας, όπως αναφέρεται στο σημείο 1.2.
Ο ειρηνοδίκης μπορεί να αποφασίσει «σύμφωνα με την αρχή της επιείκειας» (δηλαδή χωρίς ρητή παραπομπή στους νομικούς κανόνες) για υποθέσεις αξίας έως 2.500 ευρώ (άρθρο 113 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Προβλέπονται περιορισμοί για την επιστροφή εξόδων; Εάν ναι, ποιοι είναι αυτοί;
Οι αποφάσεις σχετικά με την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων λαμβάνονται βάσει των συνήθων κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους οι δαπάνες καταβάλλονται από τον ηττηθέντα διάδικο εντούτοις, είναι πιθανό έκαστος διάδικος να αναλάβει τις δικές του δαπάνες εφόσον έχουν ηττηθεί αμφότεροι οι διάδικοι ή για κάποιον άλλο βάσιμο λόγο.
Οι αποφάσεις που βασίζονται στην αρχή της επιείκειας (sentenze pronunciate secondo equità) σε διαφορές των οποίων η αξία δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.500,00 ευρώ μπορούν να προσβληθούν μόνο εφόσον στοιχειοθετείται παραβίαση των δικονομικών κανόνων, των διατάξεων του συνταγματικού ή του κοινοτικού δικαίου ή των αρχών που διέπουν το αντικείμενο της υπόθεσης.
Κατά των υπολοίπων αποφάσεων του ειρηνοδικείου χωρεί έφεση.
Βλέπε τα ενημερωτικά δελτία σχετικά με τα συστήματα απονομής δικαιοσύνης, τη δικαιοδοσία και την προσφυγή σε δικαστήριο.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Δεν υπάρχει ειδική διαδικασία μικροδιαφορών στο κυπριακό νομικό σύστημα άλλη από αυτήν που προνοείται από τον Κανονισμό 861/2007, για τον οποίο έχει εκδοθεί και διαδικαστικός κανονισμός για την εφαρμογή του.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στις 15 Ιανουαρίου 2018 τέθηκαν σε ισχύ στη Λετονία τροποποιήσεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας, με τις οποίες αντικαταστάθηκε ο όρος «υποθέσεις μικροδιαφορών» με τον όρο «υποθέσεις απλουστευμένης διαδικασίας».
Ο δικαστής κινεί την απλουστευμένη διαδικασία βάσει γραπτής αίτησης εάν η κύρια οφειλή ή, στην περίπτωση αξίωσης για είσπραξη διατροφής, το συνολικό ποσό δεν υπερβαίνει τα 2 500 ευρώ την ημέρα υποβολής της αίτησης. Σε περίπτωση αξίωσης για την είσπραξη διατροφής, το συνολικό ποσό των καταβολών ισχύει για κάθε τέκνο χωριστά. (Άρθρο 250.19. παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Η απλουστευμένη διαδικασία διέπεται από το κεφάλαιο 30 του κώδικα πολιτικής δικονομίας3: Άρθρα 250.18. — 250.27α και τα ακόλουθα άρθρα στο κεφάλαιο 54.1: Άρθρα 440.1 — 440.12.
Οι απλουστευμένες διαδικασίες εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση των αξιώσεων για την είσπραξη χρηματικών ποσών και την είσπραξη διατροφής [άρθρο 35 παράγραφος 1 σημεία 1) και 3) του κώδικα πολιτικής δικονομίας].
Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που διέπουν τις απλουστευμένες διαδικασίες δεν εφαρμόζονται στους διαδικαστικούς κανόνες που αφορούν την απλουστευμένη διαδικασία μικροδιαφορών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών, με εξαίρεση όσον αφορά τη διαδικασία προσβολής αποφάσεων πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Για την αίτηση καταβάλλεται κρατικό τέλος (valsts nodeva) ως εξής [άρθρο 34 παράγραφος 1 σημείο 1) του κώδικα πολιτικής δικονομίας]:
α) για διαφορές έως 2 134 EUR, το τέλος ανέρχεται σε 15 % επί του ποσού της αξίωσης και είναι τουλάχιστον από 70 EUR·
β) για διαφορές ύψους από 2 135 EUR έως 7 114 EUR, 320 EUR συν 4 % του ποσού της αξίωσης που υπερβαίνει τα 2 134 EUR.
Σε περίπτωση απαίτησης για είσπραξη διατροφής τέκνου ή γονέα, δεν απαιτείται καταβολή τέλους.
Κατά την εκδίκαση υποθέσεων απλουστευμένης διαδικασίας, το δικαστήριο ακολουθεί τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για τις δικαστικές διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρέσεις της πολιτικής δικονομίας για τις υποθέσεις απλουστευμένης διαδικασίας. Ο δικαστής κινεί την απλουστευμένη διαδικασία βάσει γραπτής αίτησης.
Ο δικαστής δεν προβαίνει στην εξέτασης υπόθεσης απλουστευμένης διαδικασίας εάν η αίτηση δεν έχει συνταχθεί σύμφωνα με το υπόδειγμα που έχει εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Όταν ο δικαστής λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση να μην προβεί σε εξέταση της αίτησης, αποστέλλει την απόφαση στον ενάγοντα και ορίζει χρονική προθεσμία για την αποκατάσταση των ελλείψεων. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι συντομότερη των 20 ημερών από τον χρόνο αποστολής της απόφασης. Κατά της απόφασης του δικαστή μπορεί να ασκηθεί προσφυγή εντός 10 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της απόφασης, εάν ο τόπος διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου βρίσκεται εκτός Λετονίας.
Η αίτηση και οι παρατηρήσεις του εναγομένου πρέπει να συντάσσονται με βάση τα έντυπα που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 305 του Υπουργικού Συμβουλίου (Ministru kabinets) της 29ης Μαΐου 2018 σχετικά με τα έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται στις απλουστευμένες διαδικασίες. Τα παραρτήματα του κανονισμού του Υπουργικού Συμβουλίου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα έντυπα:
1. Αίτηση για την είσπραξη χρηματικών ποσών στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας (παράρτημα 1)·
2. Αίτηση για την είσπραξη διατροφής στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας (παράρτημα 2)·
3. Υπόμνημα σχετικά με την αίτηση είσπραξης χρηματικών ποσών στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας (παράρτημα 3)·
4. Υπόμνημα σχετικά με την αίτηση είσπραξης διατροφής στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας (παράρτημα 4).
Πέραν των στοιχείων του ενάγοντα και του εναγομένου, στο έντυπο για την κίνηση απλουστευμένης διαδικασίας πρέπει να αναφέρονται οι εξής πληροφορίες:
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν περιλαμβάνει κάποια ειδική διάταξη για τη νομική συνδρομή στις απλουστευμένες διαδικασίες. Στις απλουστευμένες διαδικασίες, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να εκπροσωπηθούν.
Εάν ο ενάγων επιθυμεί να εκπροσωπηθούν τα συμφέροντά του στο δικαστήριο από κάποιο άλλο πρόσωπο και η αίτηση υποβληθεί από τον εκπρόσωπο, στην αίτηση πρέπει να δηλώνονται το όνομα, το επώνυμο, ο προσωπικός αριθμός ταυτότητας και η διεύθυνση αλληλογραφίας του εκπροσώπου με το δικαστήριο, ή, εάν ο εκπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, ο αριθμός μητρώου και η έδρα του. Οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο δύναται να είναι εκπρόσωπος σε αστική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμπληρώσει τα 18 του έτη, δεν τελεί υπό επιτροπεία και δεν υπόκειται σε κανέναν από τους περιορισμούς που καθορίζονται στο άρθρο 84 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Εάν πρόκειται να ενεργήσει άλλο πρόσωπο ως εκπρόσωπος στο δικαστήριο, πρέπει να συνταχθεί πληρεξούσιο επικυρωμένο από συμβολαιογράφο. Ο αιτών μπορεί να ορίσει εκπρόσωπο με προφορική αίτηση στο δικαστήριο, και αυτό πρέπει να καταχωριστεί στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας. Ο εκπρόσωπος νομικού προσώπου πρέπει να έχει γραπτό πληρεξούσιο (το οποίο δεν απαιτείται να έχει επικυρωθεί από συμβολαιογράφο) ή έγγραφα που επιβεβαιώνουν ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει διοριστεί να εκπροσωπήσει το νομικό πρόσωπο χωρίς ειδική εξουσιοδότηση. Εάν ο εκπρόσωπος είναι δικηγόρος (zvērināts advokāts), η εκπροσώπηση πρέπει να επιβεβαιώνεται από ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης (orderis), και αν ο δικηγόρος πρόκειται να ενεργήσει εξ ονόματος του διαδίκου, η εντολή αυτή πρέπει να βεβαιώνεται σε γραπτό πληρεξούσιο (το οποίο στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να είναι υπογεγραμμένο από συμβολαιογράφο). Εάν ένα πρόσωπο εκπροσωπείται, τα απαραίτητα έγγραφα υποβάλλονται στο δικαστήριο και υπογράφονται από τον εκπρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος του εν λόγω προσώπου σύμφωνα με το πληρεξούσιο.
Η διεξαγωγή αποδείξεων υπόκειται στις γενικές διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Επομένως, στις απλουστευμένες διαδικασίες, οι αποδείξεις μπορεί να λάβουν τη μορφή παρατηρήσεων που υποβάλλονται από τους διαδίκους ή από τρίτους, καταθέσεων μαρτύρων, γραπτών αποδεικτικών στοιχείων και εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης.
Ο δικαστής κινεί την απλουστευμένη διαδικασία βάσει γραπτής αίτησης. Αποστέλλεται στον εναγόμενο αντίγραφο της αίτησης, και έντυπο παρατηρήσεων: ο εναγόμενος πρέπει να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της αίτησης. Ανάλογα με τις περιστάσεις και τη φύση της υπόθεσης, μπορούν επίσης να αποσταλούν στον εναγόμενο τα έγγραφα που επισυνάπτονται στην αίτηση. Το δικαστήριο ενημερώνει επίσης τον εναγόμενο ότι η μη υποβολή παρατηρήσεων παρατηρήσεων από πλευράς του εναγομένου δεν θα εμποδίσει την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης και ότι ο εναγόμενος δύναται να ζητήσει τη διεξαγωγή επ᾽ ακροατηρίω συζήτησης στο δικαστήριο.
Όταν το δικαστήριο αποστέλλει τα έγγραφα στους διαδίκους, εξηγεί τα δικονομικά τους δικαιώματα, τους ενημερώνει σχετικά με τη σύνθεση του δικαστηρίου που θα εξετάσει την υπόθεση και εξηγεί πώς μπορεί ένας διάδικος να υποβάλει ένσταση για την εξαίρεση δικαστή. Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας παρέχει στους διαδίκους δικονομικά δικαιώματα όσον αφορά την προετοιμασία της υπόθεσης για την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, τα οποία δύνανται να ασκήσουν το αργότερο επτά ημέρες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης.
Ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του χρησιμοποιώντας υπόδειγμα εγκεκριμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το υπόδειγμα είναι ένα από τα έντυπα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα του κανονισμού αριθ. 305 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 29 Μαΐου 2018, σχετικά με τα έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην απλουστευμένη διαδικασία. Ο εναγόμενος πρέπει να παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες στις παρατηρήσεις του:
Ο εναγόμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλει ανταπαίτηση, εντός 30 ημερών από την ημέρα αποστολής της αίτησης στον εναγόμενο, εάν: 1) είναι δυνατός ο αμοιβαίος συμψηφισμός των απαιτήσεων της αρχικής αγωγής και της ανταπαίτησης· 2) σε περίπτωση που η ανταπαίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει δεκτές εν όλω ή εν μέρει τις απαιτήσεις της αρχικής αγωγής· 3) η ανταπαίτηση και η αρχική αγωγή σχετίζονται αμοιβαία, και η υπόθεση μπορεί να επιλυθεί ταχύτερα και ορθότερα εάν εξεταστούν μαζί. Η υπόθεση εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες της απλουστευμένης διαδικασίας εάν η ανταπαίτηση αποτελεί απαίτηση που υπόκειται σε απλουστευμένη διαδικασία, δηλαδή εάν είναι εντός του επιτρεπόμενου χρηματικού ορίου και είναι κατάλληλα διατυπωμένη.
Εάν το διεκδικούμενο ποσό στην ανταπαίτηση υπερβαίνει το όριο για τις απλουστευμένες διαδικασίες ή εάν με την ανταπαίτηση δεν ζητείται η είσπραξη χρηματικών ποσών ή διατροφής, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας.
Εφόσον οι διάδικοι δεν ζητούν να εξεταστεί η υπόθεση στο πλαίσιο συζήτησης στο δικαστήριο και το δικαστήριο δεν θεωρεί απαραίτητη την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, η υπόθεση εξετάζεται με γραπτή διαδικασία και οι διάδικοι ειδοποιούνται εγκαίρως για την ημερομηνία κατά την οποία η συνοπτική απόφαση θα είναι διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα. Η ημερομηνία κατά την οποία η συνοπτική απόφαση είναι διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία σύνταξης της απόφασης. Το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση σε ακροαματική διαδικασία σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας, εφόσον έχει υποβληθεί αιτιολογημένο αίτημα διαδίκου και το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να εκδικάσει την υπόθεση σε ακροαματική διαδικασία. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως να εκδικάσει μια υπόθεση σε ακροαματική διαδικασία. Εάν ο τόπος κατοικίας ή ο τόπος διαμονής ενός προσώπου δεν βρίσκεται στη Λετονία και η διεύθυνσή του είναι γνωστή, η παράδοση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών εγγράφων πραγματοποιείται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που δεσμεύει τη Λετονία ή το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΕ) 2020/1784 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25 Νοεμβρίου 2020, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.
Στις απλουστευμένες διαδικασίες, το δικαστήριο εκδίδει συνοπτική απόφαση. Η συνοπτική απόφαση καταρτίζεται σύμφωνα με τις γενικές απαιτήσεις που ισχύουν όσον αφορά το περιεχόμενο των αποφάσεων (άρθρο 193 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), με εξαίρεση το περιγραφικό μέρος, το οποίο αναφέρει μόνο το αντικείμενο της διαφοράς, τους νόμους και τους κανονισμούς που επικαλείται ο διάδικος και την αξίωση, καθώς και την αιτιολογία της απόφασης, η οποία αντικατοπτρίζει μόνο τη νομοθεσία στην οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο.
Το δικαστήριο εκδίδει πλήρη απόφαση (σύμφωνα με τις γενικές απαιτήσεις που ισχύουν για το περιεχόμενο των αποφάσεων) σε υπόθεση απλουστευμένης διαδικασίας, εάν ένας διάδικος υποβάλει γραπτό αίτημα για την έκδοση τέτοιας απόφασης. Το αίτημα πρέπει να υποβληθεί στο δικαστήριο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία ανακοίνωσης της συνοπτικής απόφασης (ημερομηνία κατά την οποία η συνοπτική απόφαση καθίσταται διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα). Το δικαστήριο μπορεί επίσης να εκδώσει αυτεπαγγέλτως πλήρη απόφαση. Το δικαστήριο εκδίδει πλήρη απόφαση εντός 20 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήματος για την έκδοση απόφασης. Η ημερομηνία κατά την οποία η πλήρης απόφαση είναι διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία σύνταξης της απόφασης.
Οι απλουστευμένες διαδικασίες υπόκεινται στους γενικούς κανόνες που αφορούν την καταβολή δικαστικών δαπανών.
Όταν εκδίδεται μια απόφαση, ο ηττηθείς διάδικος διατάσσεται να πληρώσει το σύνολο των δικαστικών δαπανών του νικήσαντος διαδίκου (το κρατικό τέλος και τα έξοδα της διαδικασίας). Εάν η αίτηση έχει γίνει δεκτή μόνο εν μέρει, ο εναγόμενος διατάσσεται να πληρώσει τις δικαστικές δαπάνες του ενάγοντα κατ᾽ αναλογία προς τις αξιώσεις που έγιναν δεκτές, ενώ ο ενάγων οφείλει να πληρώσει τις δικαστικές δαπάνες του εναγομένου κατ᾽ αναλογία προς τις αξιώσεις που απορρίφθηκαν. Εάν ο ενάγων αποσύρει την αγωγή, οφείλει να καταβάλει αποζημίωση για τις δικαστικές δαπάνες που ανέλαβε ο εναγόμενος. Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος δεν επιστρέφει τα δικαστικά έξοδα που κατέβαλε ο ενάγων. Εάν, ωστόσο, ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή επειδή ο εναγόμενος ικανοποιήσει εκουσίως την αξίωση μετά την υποβολή της αίτησης, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον εναγόμενο να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος.
Ομοίως, εάν το δικαστήριο αποφασίσει να μην εκδικάσει αγωγή, το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου, διατάσσει τον ενάγοντα να επιστρέψει τα δικαστικά έξοδα που κατέβαλε ο εναγόμενος.
Εάν ο ενάγων απαλλαγεί από τις δικαστικές δαπάνες, ο εναγόμενος μπορεί να διαταχθεί να καταβάλει δικαστικές δαπάνες στο κράτος κατ᾽ αναλογία προς το μέρος της αίτησης που έγινε δεκτό.
Για παρεπόμενη απαίτηση καταβάλλεται εγγύηση ύψους 70 EUR. Εάν το δικαστήριο ακυρώσει ή τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση εν όλω ή εν μέρει, η εγγύηση επιστρέφεται. Εάν η προσφυγή απορριφθεί, η εγγύηση δεν επιστρέφεται.
Έφεση (apelācija) μπορεί να ασκηθεί κατά απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εάν:
Όταν η υπόθεση κρίνεται με γραπτή διαδικασία, η προθεσμία προσβολής της απόφασης (20 ημέρες) αρχίζει από την ημέρα σύνταξης της απόφασης.
Εκτός από τα σημεία που καθορίζονται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας, κάθε έφεση που υποστηρίζει ότι μια απόφαση είναι πλημμελής πρέπει να αναφέρει τα εξής:
Ο δικαστής του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αποφασίζει να προβεί σε εξέταση της έφεσης και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο εκκαλών οφείλει να διορθώσει τυχόν πλημμέλειες, εάν η έφεση δεν πληροί τις απαιτήσεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο, δεν έχει επισυναφθεί στην έφεση μετάφραση της έφεσης και των συνημμένων σε αυτήν εγγράφων. Εάν οι πλημμέλειες αποκατασταθούν εντός της ορισθείσας προθεσμίας, η έφεση θεωρείται ότι υποβλήθηκε την ημέρα της αρχικής υποβολής της. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα και επιστρέφεται στον αιτούντα.
Έφεση που δεν έχει υπογραφεί ή που υποβάλλεται από πρόσωπο που δεν είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτόν ή για την οποία δεν έχει πληρωθεί ένσημο (το καταβλητέο ένσημο για την έφεση, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό επί του ποσού της διαφοράς που είχε εισαχθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), δεν γίνεται δεκτή και επιστρέφεται στον εκκαλούντα. Απόφαση απόρριψης έφεσης δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Ο δικαστής ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο τριμελής δικαστικός σχηματισμός, εφόσον κρίνει ότι τηρήθηκε η διαδικασία για την υποβολή έφεσης, λαμβάνει την απόφαση να κινήσει διαδικασία έφεσης εντός 30 ημερών από την παραλαβή της έφεσης
Εφόσον συντρέχει τουλάχιστον ένας από τους πιθανούς λόγους έφεσης, ο δικαστής λαμβάνει την απόφαση να κινήσει διαδικασία έφεσης και ειδοποιεί αμελλητί τους διαδίκους, υποδεικνύοντας την προθεσμία για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων.
Αν ο δικαστής που έχει οριστεί να αποφανθεί επί έφεσης κρίνει ότι δεν πρέπει να κινηθούν διαδικασίες έφεσης, το ζήτημα της κίνησης διαδικασίας ανατίθεται στην κρίση τριμελούς δικαστικού σχηματισμού.
Εάν τουλάχιστον ένας από τους τρεις δικαστές είναι της άποψης ότι συντρέχει τουλάχιστον ένας από τους πιθανούς λόγους για κίνηση διαδικασίας έφεσης, οι δικαστές λαμβάνουν την απόφαση να κινήσουν διαδικασία έφεσης και ειδοποιούν αμέσως τους διαδίκους.
Εάν οι δικαστές αποφανθούν ομόφωνα ότι δεν συντρέχει κανείς από τους λόγους κίνησης διαδικασίας έφεσης, αποφασίζουν να αρνηθούν να κινήσουν διαδικασία έφεσης και ειδοποιούν αμέσως τους διαδίκους. Η απόφαση αυτή έχει μορφή ψηφίσματος (rezolūcija) και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Εντός 20 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το δικαστήριο ειδοποίησε τους διαδίκους σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας, οι διάδικοι δύνανται να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις επί της έφεσης.
Αφού ειδοποιηθούν για την κίνηση της διαδικασίας έφεσης, οι διάδικοι έχουν στη διάθεσή τους 20 ημέρες για να υποβάλουν αντέφεση. Εάν ασκηθεί αντέφεση, το δικαστήριο αποστέλλει αντίγραφα στους άλλους διαδίκους.
Οι εφέσεις με απλουστευμένη διαδικασία εκδικάζονται με γραπτή διαδικασία· οι διάδικοι ειδοποιούνται εγκαίρως σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί διαθέσιμη στο διαδίκτυο και ενημερώνονται σχετικά με τη σύνθεση του δικαστηρίου και το δικαίωμά τους να προβάλουν ένσταση για την εξαίρεση δικαστή. Η απόφαση θεωρείται ότι εκδόθηκε την ημέρα κατά την οποία η απόφαση καθίσταται διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα. Αν το δικαστήριο το κρίνει απαραίτητο, η υπόθεση που υπόκειται σε απλουστευμένη διαδικασία είναι δυνατόν να εξεταστεί στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίω συζήτησης.
Η απόφαση εφετείου δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση αναίρεσης και αποκτά νομική ισχύ τη στιγμή που εκφωνείται ή, εάν πρόκειται για γραπτή διαδικασία, την ημερομηνία που συντάσσεται.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Το κεφάλαιο XXIV τμήμα IV του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Civilinio proceso kodeksas) της Δημοκρατίας της Λιθουανίας προβλέπει μια εθνική διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών.
Οι ευρωπαϊκές μικροδιαφορές εκδικάζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών και σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες επίλυσης διαφορών, με τις εξαιρέσεις που ορίζονται στον νόμο της Δημοκρατίας της Λιθουανίας για την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ και της διεθνούς νομοθεσίας σχετικά με την πολιτική δικονομία (Civilinį procesą reglamentuojančių Europos Sąjungos ir tarptautinės teisės aktų įgyvendinimo įstatymas).
Η εθνική διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών, όπως και η ευρωπαϊκή διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών, εφαρμόζεται για χρηματικές απαιτήσεις μέγιστου ύψους 2.000 ευρώ.
Η ευρωπαϊκή διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών εφαρμόζεται για αστικές αγωγές, εφόσον η αξία της απαίτησης δεν υπερβαίνει τα 2.000 ευρώ. Η εν λόγω διαδικασία δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις που αφορούν την κατάσταση ή τη δικαιοπρακτική ικανότητα φυσικών προσώπων, περιουσιακά δικαιώματα που πηγάζουν από γαμικές σχέσεις, υποχρεώσεις διατροφής, διαθήκες και κληρονομική διαδοχή, πτωχεύσεις, διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης αφερέγγυων εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων, θέματα κοινωνικής ασφάλισης, διαιτησίες, το εργατικό δίκαιο, μισθώσεις ακινήτων, εκτός των αγωγών για χρηματικές αξιώσεις, και παραβιάσεις του ιδιωτικού βίου και δικαιωμάτων επί της προσωπικότητας, μεταξύ των οποίων η δυσφήμηση.
Η διαδικασία εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2009. Οι υποθέσεις που αφορούν ευρωπαϊκές μικροδιαφορές εκδικάζονται από τα κατά τόπους αρμόδια τοπικά δικαστήρια (apylinkės teismas) σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες του κώδικα πολιτικής δικονομίας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, δηλ. τα τοπικά δικαστήρια των πόλεων ή των επαρχιών.
Στις περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 και στο άρθρο 5 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 το δικαστήριο οφείλει να ενημερώσει τον ενάγοντα (τον εναγόμενο) σχετικά με το δικαίωμά του να ασκήσει αγωγή (ανταγωγή) σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας εντός δεκατεσσάρων ημερών από την κοινοποίηση εκ μέρους του δικαστηρίου. Εάν ο ενάγων (ο εναγόμενος) δεν ασκήσει δεόντως τεκμηριωμένη αγωγή (ανταγωγή) ενώπιον του δικαστηρίου εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, η αγωγή του θεωρείται ως μη ασκηθείσα και στον ενάγοντα (εναγόμενο) επιδίδεται σχετική απόφαση του δικαστηρίου. Η εν λόγω απόφαση προσβάλλεται χωριστά.
Τα έντυπα της αγωγής διατίθενται στα δικαστήρια και στην ιστοσελίδα δικαστικών υπηρεσιών στην εξής διεύθυνση.
Δεν απαιτείται η παρουσία πληρεξούσιου ή δικηγόρου. Τα δικαστήρια παρέχουν πρακτική αρωγή για τη συμπλήρωση των εντύπων αλλά δεν παρέχουν συμβουλές σχετικά με θέματα επί της ουσίας της διαδικασίας. Οι αρμόδιοι για τη χορήγηση πρωτογενούς νομικής βοήθειας που εγγυάται το κράτος παρέχουν στους διαδίκους την πρακτική αρωγή και τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007.
Η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων διέπεται από το κεφάλαιο XIII μέρος II του κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Κατά την εθνική διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση αποφασίζει το ίδιο σχετικά με τη μορφή και τη διαδικασία. Κατόπιν αίτησης από τουλάχιστον έναν από τους διαδίκους το δικαστήριο μπορεί να διεξαγάγει προφορική συζήτηση. Σε περίπτωση γραπτής διαδικασίας, οι διάδικοι δεν καλούνται και δεν παρίστανται. Ενημερώνονται σχετικά με τη γραπτή διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 παράγραφος 3 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Όταν μια υπόθεση εξετάζεται βάσει γραπτής διαδικασίας, η ημερομηνία, ο χρόνος και ο τόπος της δικασίμου καθώς και η σύνθεση του δικαστηρίου δημοσιεύονται στη σχετική ιστοσελίδα το αργότερο επτά ημέρες πριν από τη δικάσιμο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες οι διάδικοι ενημερώνονται διαφορετικά σύμφωνα με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται επίσης από τη γραμματεία του δικαστηρίου.
Κατά την εθνική διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών το δικαστήριο εκδίδει απόφαση που περιέχει εισαγωγικό και διατακτικό μέρος, καθώς και σύντομο αιτιολογικό.
Σύμφωνα με το άρθρο 80 παράγραφος 1 σημείο 6 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, για τις μικροδιαφορές καταβάλλεται παράβολο που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του ποσού της επίδικης απαίτησης (τουλάχιστον 10 ευρώ).
Βάσει του άρθρου 29 του ανωτέρω σχετικού νόμου, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στη Λιθουανία σύμφωνα με την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών υπόκεινται σε έφεση. Στη Λιθουανία η άσκηση έφεσης διέπεται από τα άρθρα 301 έως 333 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Σύμφωνα με το άρθρο 307 παράγραφος 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, έφεση μπορεί να ασκηθεί εντός 30 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης, εφόσον υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Εκτός από την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 της 11ης Ιουλίου 2007, η νομοθεσία του Λουξεμβούργου προβλέπει μια απλουστευμένη διαδικασία είσπραξης απαιτήσεων έως 15.000 ευρώ (λαμβάνεται υπόψη η κύρια οφειλή, χωρίς τόκους και έξοδα), που αποκαλείται «διαταγή πληρωμής – ordonnance de paiement».
Η είσπραξη των απαιτήσεων με τη διαδικασία της διαταγής πληρωμής είναι δυνατή για κάθε χρηματική απαίτηση μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ και υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης κατοικεί στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.
Η προσφυγή στη διαδικασία της διαταγής πληρωμής είναι προαιρετική για τον πιστωτή, ο οποίος μπορεί επίσης να προσφύγει στο ειρηνοδικείο με έγερση αγωγής.
Μία από τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής ενώπιον του ειρηνοδικείου («ordonnance de paiement») και της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής ενώπιον του πρωτοδικείου («ordonnance sur requête») είναι ότι η διαδικασία ενώπιον του ειρηνοδικείου μπορεί να καταλήξει στην έκδοση δικαστικής απόφασης, ενώ η διαδικασία ενώπιον του πρωτοδικείου καταλήγει σε κάθε περίπτωση σε έκδοση διαταγής πληρωμής.
Η αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής υποβάλλεται στη γραμματεία του ειρηνοδικείου με απλή προφορική ή γραπτή δήλωση.
Η αίτηση πρέπει να αναφέρει, επί ποινή ακυρότητας, το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα και τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του αιτούντος και του καθού η αίτηση, τις αιτίες και το ποσό της απαίτησης και πρέπει να διατυπώνεται αίτημα έκδοσης διαταγής πληρωμής υπό όρους.
Ο δανειστής οφείλει να επισυνάπτει ή να καταθέτει όλα τα έγγραφα που στοιχειοθετούν την ύπαρξη και το ποσό της απαίτησης και τεκμηριώνουν το βάσιμό της.
Από τη σύγκριση των κειμένων συνάγεται ότι για τις αιτήσεις ενώπιον του ειρηνοδικείου απαιτείται λιγότερο διεξοδική αιτιολόγηση, εφόσον αρκεί να προσδιοριστούν το ποσό και η προέλευση της απαίτησης.
Η νομοθεσία δεν προβλέπει καμία υποχρέωση παροχής συνδρομής στους πολίτες εκ μέρους των δικαστικών επιμελητών και των δικαστηρίων.
Εφαρμόζονται οι κανόνες αποδείξεως του κοινού δικαίου. Βλέπε το θέμα «Διεξαγωγή αποδείξεων – Λουξεμβούργο».
Εάν ο οφειλέτης υποβάλει αντιρρήσεις και ο δανειστής επιθυμεί τη συνέχιση της διαδικασίας, προβλέπεται υποχρεωτικά η διεξαγωγή δημόσιας συζήτησης στο ακροατήριο.
Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε υποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής υπόκεινται στους ίδιους κανόνες και αρχές με τις αποφάσεις που εκδίδονται με την τακτική διαδικασία.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται συνήθως στα δικαστικά έξοδα. Ο διάδικος που ηττάται καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, αλλά το δικαστήριο μπορεί, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση, να επιδικάσει την καταβολή του συνόλου ή μέρους των εξόδων σε άλλον συμμετέχοντα στη δίκη. Εάν ο νικήσας διάδικος έχει υποβληθεί σε έξοδα διαδικασίας, μπορεί να υποχρεώσει τον ηττηθέντα διάδικο να του τα καταβάλει.
Σε αντίθεση με τον κανόνα που ισχύει σε άλλα κράτη, η επιστροφή των δικηγορικών αμοιβών δεν προβλέπεται συστηματικά. Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου, τα «έξοδα» που αναφέρονται στο άρθρο 238 του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας καλύπτουν τα έξοδα δικαστικού επιμελητή, τα έξοδα πραγματογνώμονα, τις ενδεχόμενες αποζημιώσεις που καταβάλλονται σε μάρτυρες, τα έξοδα μετάφρασης κ.λπ., αλλά όχι την αμοιβή του δικηγόρου.
Ο δικαστής μπορεί να επιδικάσει υπέρ του διαδίκου που κερδίζει τη δίκη αποζημίωση για τα έξοδα που προκάλεσε η δίκη, περιλαμβανομένης της αμοιβής του δικηγόρου. Αυτό αφορά ιδίως την περίπτωση που κρίνεται άδικο να επιβαρυνθεί ένας διάδικος με έξοδα που πραγματοποίησε τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα δικαστικά έξοδα, οπότε ο δικαστής μπορεί να καταδικάσει τον άλλο διάδικο να του καταβάλει το ποσό που καθορίζει.
Επισημαίνεται ότι η απόφαση για επιδίκαση ή μη διαδικαστικής αποζημίωσης επαφίεται στην κρίση του δικαστή, ακόμη και για το ποσό αυτής της αποζημίωσης.
Στις διαταγές πληρωμής εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινού δικαίου. Οι αποφάσεις του ειρηνοδικείου υπόκεινται σε έφεση, όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τα 2.000 ευρώ.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Εκτός από τη διαδικασία που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (και τα τμήματα 598 έως 602 του
νόμου CXXX του 2016 περί του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος ασχολείται με τυχόν ζητήματα που δεν ρυθμίζει ο κανονισμός), ο ουγγρικός νόμος εν ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2018 δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές. Οι μικροδιαφορές ρυθμίζονται με τον
νόμο ΙΙΙ του 1952 περί του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ο εν λόγω νόμος, ωστόσο, καταργήθηκε με τον νόμο CXXX του 2016 περί του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2018. Αυτό σημαίνει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2018 στην ουγγρική πολιτική δικονομία δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που να εφαρμόζονται στις μικροδιαφορές. Κατά συνέπεια, στις μικροδιαφορές εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες. Ωστόσο, οι δίκες που ξεκίνησαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2018 διέπονται από τον προηγούμενο νόμο ΙΙΙ του 1952 περί του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι ακόλουθες πληροφορίες, επομένως, ισχύουν μόνο για εκκρεμείς υποθέσεις που ξεκίνησαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2018.
Η διαδικασία μικροδιαφορών μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών για την είσπραξη απαιτήσεων ύψους έως 1 εκατομμύριο ουγγρικά φιορίνια οι οποίες κινήθηκαν κατόπιν ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, ή οι οποίες ακολουθούν διαδικασία διαταγής πληρωμής, ήτοι όταν
α) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως από τον συμβολαιογράφο και στη συνέχεια ο ενάγων ασκεί αγωγή στο δικαστήριο για την ικανοποίηση της απαίτησης
β) η διαδικασία διαταγής πληρωμής τερματίζεται από τον συμβολαιογράφο με διάταξη και στη συνέχεια ο ενάγων ασκεί αγωγή στο δικαστήριο για την ικανοποίηση της απαίτησης.
Η διαδικασία εφαρμόζεται από τα πρωτοδικεία (járásbíróság).
Δεν προβλέπεται ειδικό έντυπο για την υποβολή των αιτήσεων κίνησης της διαδικασίας, αλλά όσον αφορά τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής που προηγείται των εν λόγω αιτήσεων - και εμπίπτει στην αρμοδιότητα των συμβολαιογράφων αστικού δικαίου - διατίθεται έγγραφο στον ιστότοπο του Ουγγρικού Επιμελητηρίου Συμβολαιογράφων Αστικού Δικαίου και στα συμβολαιογραφεία.
Παρέχεται συνδρομή. Για τη διευκόλυνση της άσκησης των δικαιωμάτων τους, τα φυσικά πρόσωπα των οποίων το εισόδημα και η οικονομική κατάσταση δεν τους επιτρέπουν να αναλάβουν το κόστος της διαδικασίας θα εξαιρούνται, κατόπιν αιτήματός τους, εν όλω ή εν μέρει από την καταβολή των εν λόγω εξόδων. Σύμφωνα με τον νόμο περί τελών, οι διάδικοι μπορεί να δικαιούνται επίσης διευκολύνσεις όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα (απαλλαγή από τα έξοδα ή δικαίωμα αναβολής της καταβολής τους) και τα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες δικαιούνται επίσης να προσλαμβάνουν νομικό σύμβουλο ή δικηγόρο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί νομικής συνδρομής εάν αυτό είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων τους.
Στις διαδικασίες που κινούνται με την κατάθεση δικογράφου ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο κοινοποιεί στον εναγόμενο τα πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις που υποβλήθηκαν από τον ενάγοντα πριν από την κλήτευση για την ακροαματική διαδικασία. Ο διάδικος μπορεί να καταθέσει αποδεικτικά στοιχεία έως και την πρώτη ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας. Κατ' εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, ο διάδικος μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εφόσον ο αντίδικος συναινεί ή εφόσον ο διάδικος επικαλείται κατά την παρουσίαση των αποδείξεων πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, οριστικές δικαστικές αποφάσεις ή άλλες διοικητικές αποφάσεις που, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο διάδικος, περιήλθαν σε γνώση του μετά την καθορισμένη προθεσμία για την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων ή τα οποία πληροφορήθηκε μετά το πέρας της εν λόγω προθεσμίας για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος, και εφόσον ο διάδικος παρέχει επαρκείς αποδείξεις που τεκμηριώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό.
Εάν πραγματοποιηθούν αλλαγές στην αίτηση ή υποβληθεί ανταγωγή, ο διάδικος μπορεί να προσκομίσει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των αλλαγών/κατάθεσης της ανταγωγής, ενώ στην περίπτωση ένστασης σε αίτημα για συμψηφισμό, οι αποδείξεις που σχετίζονται με το αίτημα συμψηφισμού μπορούν να προσκομίζονται ταυτόχρονα με την υποβολή του δικογράφου ανακοπής. Τα δικαστήρια πρέπει να απορρίπτουν τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων. Σε κάθε άλλη περίπτωση ισχύουν οι γενικοί κανόνες που αφορούν τις αποδείξεις.
Το δικαστήριο διενεργεί επίσης ακροαματική διαδικασία.
Το περιεχόμενο των αποφάσεων διέπεται από τους γενικά εφαρμοστέους κανόνες, υπό τον όρο ότι πρέπει να παρέχονται στους διαδίκους πληροφορίες μετά το διατακτικό της απόφασης σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην έφεση και τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η παράλειψη των εν λόγω στοιχείων.
Κατά κανόνα, ισχύει η αρχή σύμφωνα με την οποία ο ηττηθείς διάδικος βαρύνεται με τα έξοδα.
Η δυνατότητα έφεσης είναι περιορισμένη από αρκετές απόψεις, με τον σημαντικότερο περιορισμό να είναι ότι έφεση μπορεί να ασκηθεί μόνο για σοβαρή παράβαση των δικονομικών κανόνων κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό ή για εσφαλμένη εφαρμογή της νομοθεσίας που παρέχει τη βάση για την εκδίκαση επί της ουσίας της υπόθεσης. Για την άσκηση έφεσης και τις προθεσμίες για την άσκηση έφεσης, ισχύουν οι γενικοί κανόνες, δηλαδή οι εφέσεις πρέπει να κατατίθενται στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση σε πρώτο βαθμό εντός 15 ημερών από την επίδοση της απόφασης και εκδικάζονται από το αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο (törvényszék).
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Η ειδική διαδικασία μικροδιαφορών διέπεται από το κεφάλαιο 380 της Νομοθεσίας της Μάλτας (νόμος περί του δικαστηρίου μικροδιαφορών), καθώς και από την παράγωγη νομοθεσία, στα κεφάλαια 380.01, 380.02 και 380.03.
Το εν λόγω δικαστήριο μικροδιαφορών (Small Claims Tribunal - Tribunal għal Talbiet Żgħar) είναι αρμόδιο για την εξέταση και εκδίκαση χρηματικών απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 5.000 ευρώ.
Η διαδικασία ξεκινά όταν ο ενάγων συμπληρώσει το κατάλληλο έντυπο, το υποβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου, καταβάλει το σχετικό τέλος και ζητήσει από το δικαστήριο να επιδώσει την αγωγή στον εναγόμενο. Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος διαθέτει προθεσμία δεκαοχτώ ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του δικογράφου της αγωγής για να υποβάλει υπόμνημα απάντησης. Διαθέτει επίσης το δικαίωμα να ασκήσει ανταγωγή. Αν ο εναγόμενος θεωρεί ότι η απαίτηση του ενάγοντος θα πρέπει να καταβληθεί από άλλο πρόσωπο, τότε θα πρέπει να υποδείξει το εν λόγω πρόσωπο. Στη συνέχεια, η γραμματεία του δικαστηρίου ενημερώνει τους διαδίκους για την ημερομηνία και την ώρα της ακροαματικής διαδικασίας. Ο δικαστής είναι αρμόδιος για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας στο δικαστήριο σύμφωνα με τους κανόνες του φυσικού δικαίου. Ο δικαστής μεριμνά, στο μέτρο του δυνατού, για την ταχεία εκδίκαση και έκδοση απόφασης για την υπόθεση, την ίδια ημέρα με την ακροαματική διαδικασία, και φροντίζει ώστε η διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας να μην υπερβεί τη διάρκεια μίας συνεδρίασης. Συλλέγει πληροφορίες με όποιον τρόπο κρίνει κατάλληλο και δεν δεσμεύεται από τους κανόνες της καλύτερης δυνατής απόδειξης ή τους κανόνες τους σχετικούς με τη «βασιζόμενη σε φήμες απόδειξη», αν πειστεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν υποβληθεί είναι επαρκώς αξιόπιστα ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα σχετικά με την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Αποφεύγει, στο μέτρο του δυνατού, τον διορισμό πραγματογνωμόνων. Διαθέτει τις ίδιες εξουσίες με τον δικαστή του κατώτερου δικαστηρίου (Court of Magistrates) στην αστική δικαιοδοσία του, και ειδικότερα την εξουσία κλήτευσης μαρτύρων και λήψης ένορκων μαρτυρικών καταθέσεων.
Ο διάδικος που ασκεί την αγωγή συμπληρώνει το έντυπο που περιλαμβάνεται στον πρώτο πίνακα της παράγωγης νομοθεσίας 380.01 (κανόνες για το δικαστήριο μικροδιαφορών). Ο εναγόμενος υποβάλει την απάντησή του επίσης μέσω ειδικού εντύπου, το οποίο περιλαμβάνεται επίσης στον πρώτο πίνακα της προαναφερόμενης παράγωγης νομοθεσίας.
Οποιοσδήποτε μπορεί να επικουρεί τους διαδίκους, χωρίς να είναι απαραιτήτως δικηγόρος ή νομικός πληρεξούσιος.
Οι διάδικοι μπορούν να δώσουν προφορική ή γραπτή κατάθεση ή και τα δύο. Η κλήτευση των μαρτύρων γίνεται το αργότερο τρεις ημέρες πριν από την ημερομηνία της κατάθεσης. Οι μάρτυρες καλούνται να εμφανιστούν ενώπιον του δικαστηρίου σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα με σκοπό την προφορική εξέτασή τους ή την υποβολή έγγραφων στοιχείων. Αν μάρτυρας που έχει κλητευθεί νόμιμα δεν εμφανιστεί στη συνεδρίαση, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη σύλληψή του και την εξέτασή του σε συνεδρίαση που θα διεξαχθεί σε άλλη ημερομηνία.
Η αγωγή και το υπόμνημα απάντησης σ’ αυτήν υποβάλλονται εγγράφως. Οι αποδείξεις μπορούν να προσκομίζονται με έγγραφα. Ωστόσο, η εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου, κατά την ημερομηνία που το ίδιο ορίζει, είναι υποχρεωτική.
Ο δικαστής παραθέτει στην απόφασή του τα κύρια στοιχεία στα οποία βασίζει την απόφασή του. Στην απόφασή του αποφαίνεται επίσης για τα δικαστικά έξοδα.
Σε κάθε πράξη επιδίκασης, ο δικαστής καθορίζει τα έξοδα που βαρύνουν καθέναν εκ των διαδίκων. Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά λόγω ειδικών περιστάσεων, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του διαδίκου που κέρδισε τη δίκη. Τα εν λόγω έξοδα περιορίζονται στα πραγματικά έξοδα που πραγματοποίησε, σε άμεση σχέση με την υπόθεση, ο διάδικος τα έξοδα του οποίου καλύπτονται από τον ηττηθέντα διάδικο. Σε περίπτωση αλόγιστης και κακόβουλης απαίτησης, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον ενάγοντα να καταβάλει στον εναγόμενο χρηματική ποινή από 250 ευρώ έως 1.250 ευρώ, η οποία θα οφείλεται ως υποχρέωση αστικής φύσεως.
Κάθε ένδικο μέσο κατά αποφάσεως του δικαστηρίου μικροδιαφορών πρέπει να ασκείται στη γραμματεία του δικαστηρίου, με δικόγραφο που κατατίθεται στο κατώτερο τμήμα του εφετείου εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία της απόφασης που εξέδωσε ο δικαστής.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Η συνήθης διαδικασία για μικροδιαφορές είναι η διαδικασία της κλήσης σε ακρόαση στον υποπεριφερειακό τομέα του δικαστηρίου (sector kanton van de rechtbank). Πρόκειται για τη συνήθη διαδικασία κλήσης σε ακρόαση, με κάποιες δικονομικές απλουστεύσεις. Εάν η διαδικασία διεξάγεται στον υποπεριφερειακό τομέα του δικαστηρίου, δεν υποχρεούστε να χρησιμοποιήσετε δικηγόρο. Μπορείτε να επιλέξετε να προσφύγετε στη δικαιοσύνη εσείς ο ίδιος.
Σε διασυνοριακές υποθέσεις εντός ΕΕ μπορεί επίσης να κινηθεί η ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών. Μπορείτε να κινήσετε την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών για αξίωση αποζημίωσης από:
Στο ολλανδικό δίκαιο υπάρχει νόμος με τον οποίον εφαρμόζεται ο κανονισμός για την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών [νόμος της 29ης Μαΐου 2009 περί εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών] (Wet van 29 mei 2009 tot uitvoering van Verordening (EG) nr. 861/2007 van het Europees Parlement en de Raad van de Europese Unie van 11 juli 2007 tot vaststelling van een Europese procedure voor geringe vorderingen).
Το υποπεριφερειακό δικαστήριο επιλαμβάνεται:
Επιπροσθέτως, ο δικαστής του υποπεριφερειακού δικαστηρίου εκδικάζει υποθέσεις που έχουν σχέση με θέματα εργατικού δικαίου, χρηματοδοτικές μισθώσεις, αγοράς καταναλωτικών αγαθών, καταναλωτικής πίστης, προσφυγές κατά προστίμων για τροχαίες παραβάσεις και πταίσματα. Το υποπεριφερειακό δικαστήριο ασχολείται επίσης με τη διαχείριση, την αναγκαστική διαχείριση, την καθοδήγηση και την αποποίηση ή αποδοχή κληρονομιάς. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία κλήτευσης στο υποπεριφερειακό δικαστήριο (kantonrechter) διατίθενται εδώ.
Το υποπεριφερειακό δικαστήριο εκδικάζει επίσης υποθέσεις που αφορούν ευρωπαϊκές μικροδιαφορές. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007, η ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών αφορά απαιτήσεις η αξία των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό των 5.000 ευρώ.
Δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία για το υποπεριφερειακό δικαστήριο. Οι κανόνες για τη διαδικασία κλήσης σε ακρόαση ισχύουν καταρχήν τόσο για το περιφερειακό δικαστήριο όσο και για τον υποπεριφερειακό τομέα. Μια σημαντική διαφορά είναι ότι σε υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον του υποπεριφερειακού δικαστηρίου οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν οι ίδιοι τον εαυτό τους, ενώ σε άλλες υποθέσεις (ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου), οι διάδικοι πρέπει να εκπροσωπούνται από δικηγόρο. Βλ. απάντηση στην ερώτηση 1.4 ακολούθως. Επιπλέον, στον υποπεριφερειακό τομέα, οι υποθέσεις εκδικάζονται από μονομελή δικαστήρια, δηλαδή από έναν (1) μόνο δικαστή.
Σε ευρωπαϊκές μικροδιαφορές εφαρμόζονται οι κανόνες για τη διαδικασία αναφορών.
Η κίνηση των διαδικασιών ενώπιον του υποπεριφερειακού δικαστηρίου γίνεται συνήθως με κλήση σε ακρόαση. Τα σημαντικότερα έγγραφα της κλήσης σε ακρόαση είναι το δικόγραφο τηςαγωγής (η ίδια η αγωγή) και το σκεπτικό της (πραγματικά περιστατικά και δικαιώματα στα οποία βασίζεται το δικόγραφο της αγωγής).
Ορισμένες ιδιαιτερότητες των διαδικασιών ενώπιον του υποπεριφερειακού δικαστηρίου είναι οι ακόλουθες:
Για την άσκηση αγωγής στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών χρησιμοποιείται το έντυπο A. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί στο αρμόδιο δικαστήριο.
Σε υποθέσεις ενώπιον του υποπεριφερειακού δικαστηρίου, οι διάδικοι μπορούν να υπερασπιστούν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι υποχρεωτική η νομική εκπροσώπηση από δικηγόρο. Επιτρέπεται ακόμη η παροχή συνδρομής από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν χρειάζεται να είναι δικηγόρος. Όσον αφορά την καταβολή των εξόδων νομικής συνδρομής από δικηγόρο, βλ. επίσης την απάντηση στην ερώτηση 1.8 ακολούθως.
Ομοίως, στην ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών, οι διάδικοι δεν υποχρεούνται να έχουν εκπροσώπηση από δικηγόρο ή από άλλο νομικό σύμβουλο.
Εφαρμόζονται οι συνήθεις δικαιικοί κανόνες περί αποδείξεων Σύμφωνα με τους κανόνες των Κάτω Χωρών για τα αποδεικτικά στοιχεία, καταρχήν το δικαστήριο έχει πλήρη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων. Το άρθρο 9 του προαναφερθέντος κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 ρυθμίζει τη διεξαγωγή αποδείξεων στην ευρωπαϊκή διαδικασία.
Υπάρχουν εθνικοί δικονομικοί κανόνες για τον ρόλο των υποπεριφερειακών τομέων σε αστικές υποθέσεις (Landelijk Procesreglement voor rolzaken kanton). Έγγραφα σε έντυπη μορφή μπορούν να υποβάλλονται στη γραμματεία του περιφερειακού δικαστηρίου πριν από την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης, αλλά και κατά την ακροαματική διαδικασία. Καταθέσεις και απαντήσεις μπορούν να υποβάλλονται προφορικώς κατά τη διαδικασία ενώπιον του υποπεριφερειακού δικαστηρίου Η ευρωπαϊκή διαδικασία είναι γραπτή διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να διεξαχθεί προφορική ακρόαση αν θεωρηθεί αναγκαία από τον δικαστή ή εάν ζητηθεί από κάποιον εκ των διαδίκων.
Η απόφαση πρέπει να περιέχει:
Η απόφαση υπογράφεται από τον δικαστή.
Σε περίπτωση παραπομπής υπόθεσης ενώπιον του υποπεριφερειακού δικαστηρίου, είναι δυνατόν να προκύψουν τα ακόλουθα έξοδα: τέλος εγγραφής της υπόθεσης στο πινάκιο, κατανομή των εξόδων που επιδικάζει το δικαστήριο, έξοδα νομικής συνδρομής.
Το τέλος εγγραφής της υπόθεσης στο πινάκιο καταβάλλεται όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης. Το ύψος εξαρτάται από την βαρύτητα της υπόθεσης. Στην πράξη, ο δικηγόρος καταβάλλει το εν λόγω ποσό και στη συνέχεια το ζητά από τον πελάτη του. Ο δικαστής μπορεί να ζητήσει από τον ηττηθέντα διάδικο να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του έτερου διαδίκου. Αν κανένας από τους διάδικους δεν κέρδισε ολοκληρωτικά τη δίκη, ο καθένας καταβάλλει τα δικά του έξοδα. Στην κατανομή των εξόδων που επιδικάζει το δικαστήριο είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται ακόμη έξοδα νομικής συνδρομής, όπως επίσης έξοδα μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων, έξοδα ταξιδιού και διαμονής, έξοδα για φωτοτυπίες και λοιπά εξωδικαστικά έξοδα.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία των Κάτω Χωρών, ο λιγότερο ευκατάστατος διάδικος έχει ενίοτε τη δυνατότητα να λάβει συνεισφορά στα έξοδα νομικής συνδρομής. Η επιδοτούμενη νομική συνδρομή δεν είναι δυνατή για όλες τις υποθέσεις ενώπιον των υποπεριφερειακών δικαστηρίων. Αν είναι δυνατή η επιδοτούμενη νομική συνδρομή, ο διάδικος καταβάλλει επίσης τη δική του συνεισφορά στα έξοδα νομικής συνδρομής, αναλόγως της οικονομικής του κατάστασης. Η αίτηση για συνεισφορά στα έξοδα νομικής συνδρομής κατατίθεται από τον δικηγόρο στο Συμβουλίου Νομικής Αρωγής (Raad voor Rechtsbijstand) Το θέμα αυτό διέπεται από τον νόμο περί νομικής αρωγής (Wet op de Rechtsbijstand) Το κεφάλαιο III A του εν λόγω νόμου θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν την παροχή νομικής συνδρομής σε διασυνοριακές διαφορές εντός της ΕΕ.
Είναι δυνατή η άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων του υποπεριφερειακού τομέα του δικαστηρίου στο εφετείο. Έφεση μπορεί να ασκηθεί μόνο αν η απαίτηση υπερβαίνει το ποσό των 1 750 ευρώ. Η άσκηση της έφεσης μπορεί να γίνει εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Στην ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών, δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά απόφασης του υποπεριφερειακού δικαστηρίου.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Το αυστριακό δίκαιο δεν προβλέπει διαδικασία μικροδιαφορών. Ο αυστριακός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) προβλέπει ωστόσο απλοποιημένη διαδικασία ή ειδικούς δικονομικούς κανόνες για ορισμένες υποθέσεις ενώπιον των περιφερειακών δικαστηρίων.
Ορισμένοι από τους ειδικούς αυτούς δικονομικούς κανόνες ισχύουν μόνο για τις μικροδιαφορές έως 1.000 ευρώ (βλ. σημείο 1.5) ή έως 2.700 ευρώ (βλ. σημείο 1.9).
Οι ειδικοί κανόνες για τις μικροδιαφορές βάσει του αυστριακού δικονομικού δικαίου είναι υποχρεωτικοί, και οι διάδικοι δεν μπορούν να επιλέξουν τη μη τήρησή τους.
Επομένως, ούτε το δικαστήριο ούτε οι διάδικοι μπορούν να παραπέμψουν την επίλυση της διαφοράς στην «τακτική» διαδικασία.
Στην Αυστρία δεν υπάρχει ειδική διαδικασία μικροδιαφορών και, ως εκ τούτου δεν υπάρχουν ειδικά έντυπα για τη διαδικασία αυτή.
Η νομική εκπροσώπηση δεν είναι υποχρεωτική για υπό διεκδίκηση ποσά έως και 5.000 ευρώ. Οι δικαστές πρέπει να παρέχουν συνδρομή σε διαδίκους που δεν εκπροσωπούνται από δικηγόρο, δηλαδή πρέπει να ενημερώνουν τους διαδίκους για τα διαδικαστικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις καθώς και για τις έννομες συνέπειες των πράξεων και παραλείψεών τους. Οι διάδικοι που δεν εκπροσωπούνται από δικηγόρο έχουν επίσης τη δυνατότητα να καταθέσουν αγωγή προφορικά ενώπιον του αρμόδιου για τη δίκη περιφερειακού δικαστηρίου ή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου διαμονής τους. Εάν το δικόγραφο που έχει υποβάλει διάδικος χωρίς νομική εκπροσώπηση είναι ανεπαρκές, ο δικαστής πρέπει να παρέχει στον εν λόγω διάδικο επαρκείς εξηγήσεις και οδηγίες. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να θέσει σε κίνδυνο την αμεροληψία του δικαστή.
Σε περίπτωση προσφυγών έως και 1.000 ευρώ, το δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει ο διάδικος εάν θα καταστεί δυσανάλογα δύσκολη η πλήρης διασαφήνιση όλων των σχετικών συνθηκών. Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, ο δικαστής πρέπει να λάβει μη αυθαίρετη απόφαση καλή τη πίστει, με βάση την έκβαση της διαδικασίας στο σύνολό της. Η εν λόγω απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί σε διαδοχικά στάδια έφεσης.
Το αυστριακό δίκαιο δεν επιτρέπει την αποκλειστικώς γραπτή διεξαγωγή της διαδικασίας. Για παράδειγμα, στο αυστριακό δικονομικό δίκαιο, από την αρχή ότι τα αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία αποδεικνύεται άμεσα η ύπαρξη των προς απόδειξη περιστατικών έχουν προτεραιότητα έναντι των απλώς έμμεσων αποδεικτικών στοιχείων (αρχή της υλικής αμεσότητας) συνάγεται οι έγγραφες μαρτυρικές καταθέσεις που υποβάλλονται ως έγγραφα δεν επιτρέπονται.
Βάσει του αυστριακού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εάν η απόφαση ανακοινωθεί προφορικά, ισχύουν λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις για το γραπτό αντίγραφο αυτής, ανεξαρτήτως του υπό διεκδίκηση ποσού. Αν μια απόφαση ανακοινωθεί προφορικά, παρουσία αμφότερων των διαδίκων, και κανείς εξ αυτών δεν ασκήσει έφεση εγκαίρως, τότε το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει «συντετμημένο αντίγραφο της απόφασης», το οποίο θα περιορίζεται στη βασική αιτιολογία της απόφασης.
Βάσει του αυστριακού δικαίου, τα έξοδα στις αστικές υποθέσεις, κατά γενικό κανόνα, επιστρέφονται, αναλόγως του βαθμού επιτυχίας. Τόσο τα δικαστικά έξοδα όσο και η αμοιβή του δικηγόρου συνδέονται άμεσα με το υπό διεκδίκηση ποσό. Επομένως, ένα μικρότερο υπό διεκδίκηση ποσό θα οδηγήσει, κατά κανόνα, σε χαμηλότερα δικαστικά έξοδα και μικρότερη αμοιβή δικηγόρου. Δεδομένου ότι, βάσει πράξεων και κανονισμών, οι δαπάνες ορίζονται με τη μορφή τελών, πρέπει να διατηρούνται σε χαμηλό επίπεδο στην περίπτωση των μικροδιαφορών. Ωστόσο, δεν ισχύουν ειδικοί κανόνες δαπανών για τον συγκεκριμένο τύπο αγωγής.
Το αυστριακό δίκαιο προβλέπει περιορισμένα δικαιώματα προσφυγής στις υποθέσεις που αφορούν χαμηλής αξίας αξιώσεις. Αν η αξία της διαφοράς στον πρώτο βαθμό δεν υπερβαίνει τα 2.700 ευρώ, επιτρέπεται μόνο έφεση λόγω εσφαλμένης νομικής εκτίμησης ή για λόγους ακυρότητας (εξαιρετικά σοβαρά διαδικαστικά σφάλματα). Η απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί για άλλα σοβαρά διαδικαστικά σφάλματα ούτε για εσφαλμένες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά (π.χ. λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων) από το πρωτοδικείο. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι κανόνες που διέπουν την «τακτική» διαδικασία.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στο πολωνικό δίκαιο προβλέπεται «απλουστευμένη διαδικασία». Η εν λόγω διαδικασία διέπεται από τα άρθρα 505 (1)- 505 (14) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Οι απλουστεύσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της ταχύτητας των διαδικασιών συνίστανται στον εξορθολογισμό και τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών συλλογής αποδεικτικών στοιχείων και των διαδικασιών προσφυγής, μέσω της επιτάχυνσης των δικαστικών διαδικασιών και της μείωσης του τυπικού χαρακτήρα τους, καθώς και στη θέσπιση αυστηρότερων τυπικών απαιτήσεων ώστε τα μέρη να διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται με τις οικείες προθεσμίες για τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων.
Ο πολωνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ενσωματώνει την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών. Η εν λόγω διαδικασία προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών, και αποσκοπεί στον εξορθολογισμό και την απλούστευση των δικαστικών διαδικασιών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, εκτός της Δανίας. Μεταφέρθηκε στο πολωνικό δίκαιο με τα άρθρα 505 (21) έως 505 (27a) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Η απλουστευμένη διαδικασία εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των πρωτοδικείων (sądy rejonowe):
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου (Sąd Najwyższy), οι αξιώσεις για μη εκτέλεση ή πλημμελή εκτέλεση υποχρέωσης θα πρέπει να εκδικάζονται με την απλουστευμένη διαδικασία, αν η αξία της απαίτησης δεν υπερβαίνει το ποσό των 20 000 πολωνικών ζλότι. Αν ο ενάγων διεκδικεί ποσό μικρότερο των 20 000 πολωνικών ζλότι το οποίο αποτελεί το υπόλοιπο αγωγής που έχει ήδη ικανοποιηθεί με την καταβολή ποσού μεγαλύτερου των 20 000 πολωνικών ζλότι, η εν λόγω αξίωση εκδικάζεται επίσης με την απλουστευμένη διαδικασία. Η φράση «βάσει συμβάσεων» σημαίνει ότι οι αξιώσεις που απορρέουν από παράνομες πράξεις, αδικαιολόγητο πλουτισμό και την ύπαρξη δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιδιοκτησίας ή κοινωνίας δικαιωμάτων, ή την ύπαρξη άλλων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των οποίων η κτήση ή η άσκηση εγείρει υποχρέωση πληρωμής δεν δύνανται να εξετάζονται με την απλουστευμένη διαδικασία. Αξιώσεις που απορρέουν από άλλες δικαιοπραξίες, πέραν των συμβάσεων, επίσης δεν δύνανται να εξετάζονται με την απλουστευμένη διαδικασία: μονομερείς δικαιοπραξίες, πρακτόρευση χωρίς εξουσιοδότηση, νόμιμη μοίρα (legitima portio) και ενοχές που απορρέουν από διοικητική απόφαση ή απευθείας από νομοθετικές διατάξεις.
Η απλουστευμένη διαδικασία δύναται να εφαρμόζεται σε υποθέσεις που αφορούν φυσικά και νομικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις, εργαζόμενους και εργοδότες. Στο πλαίσιο αυτό, η εφαρμογή της διαδικασίας δεν περιορίζεται από τον τύπο της οντότητας. Αυτό σημαίνει ότι ζητήματα που άπτονται εργαζομένων ή οικονομικά ζητήματα δύνανται επίσης να εκδικάζονται με την απλουστευμένη διαδικασία.
Η ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών εμπίπτει στη δικαιοδοσία των πρωτοδικείων και των περιφερειακών δικαστηρίων (sądy okręgowe) σύμφωνα με την κατά τόπον αρμοδιότητα όπως ορίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [άρθρο 16 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 17 και 505 (22)]. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν να εκδίδουν διαταγές.
Σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό, οι μικροδιαφορές αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις (περιλαμβανομένων των υποθέσεων που αφορούν καταναλωτές) και υποθέσεις στις οποίες η αξία της απαίτησης, εκτός τόκων και εξόδων, δεν υπερβαίνει τα 5 000 EUR (κατά τον χρόνο παραλαβής του δικογράφου αγωγής από το αρμόδιο δικαστήριο).
Σύμφωνα με το άρθρο 505 (3), κάθε κίνηση διαδικασίας στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας μπορεί να αφορά μόνο μία αγωγή. Είναι δυνατή η συνένωση πολλών αγωγών σε μία, μόνον αν απορρέουν από την ίδια σύμβαση ή από συμβάσεις του ίδιου τύπου. Σε περίπτωση παράνομης συνένωσης πολλών αγωγών σε μία, ο προεδρεύων δικαστής διατάσσει την επιστροφή της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 130(1) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν, παρά σχετικό αίτημά του, αυτή η τυπική πλημμέλεια δεν διορθωθεί. Αν ο ενάγων διεκδικεί μέρος αξίωσης, η υπόθεση εκδικάζεται με την απλουστευμένη διαδικασία εφόσον η τελευταία είναι κατάλληλη για τη συνολική αξίωση που απορρέει από τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλείται ο ενάγων. Στην απλουστευμένη διαδικασία δεν είναι δυνατή η μεταβολή των αξιώσεων. Ανταγωγές και συμψηφισμοί επιτρέπονται αν οι αξιώσεις είναι επιλέξιμες προς εκδίκαση με την απλουστευμένη διαδικασία. Δεν επιτρέπονται κύριες παρεμβάσεις, πρόσθετες παρεμβάσεις, ανακοινώσεις δίκης προς τρίτον και αλλαγές διαδίκων.
Οι υποθέσεις εκδικάζονται με την απλουστευμένη διαδικασία ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των διαδίκων, γεγονός που σημαίνει ότι η συγκεκριμένη διαδικασία είναι υποχρεωτική.
Σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [άρθρο 125(2)], όλα τα διαδικαστικά έγγραφα, περιλαμβανομένων των αγωγών, των απαντητικών υπομνημάτων, των ανακοπών ερημοδικίας ή των διαδικαστικών εγγράφων που περιέχουν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία κατατίθενται κατά την απλουστευμένη διαδικασία, θα πρέπει να υποβάλλονται με τη χρήση επίσημων εντύπων.
Τα επίσημα έντυπα διατίθενται στα δημοτικά γραφεία, στις γραμματείες των δικαστηρίων και στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η μη χρήση του απαιτούμενου εντύπου συνιστά τυπική παρατυπία.
Σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [άρθρο 130 (1) ], αν ένα διαδικαστικό έγγραφο το οποίο έπρεπε να είχε υποβληθεί με τη χρήση επίσημου εντύπου κατατέθηκε με άλλον τρόπο ή δεν μπορεί να υποβληθεί σε επεξεργασία επειδή δεν πληρούνται άλλες τυπικές προϋποθέσεις, ο προεδρεύων δικαστής επιστρέφει το διαδικαστικό έγγραφο στον διάδικο παραγγέλλοντάς του να διορθώσει τις παρατυπίες εντός μίας εβδομάδας. Στην παραγγελία διόρθωσης των παρατυπιών θα πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά όλες οι παρατυπίες που εντοπίστηκαν στο διαδικαστικό έγγραφο. Αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας ή αν υποβάλει εκ νέου παράτυπο διαδικαστικό έγγραφο, ο προεδρεύων δικαστής διατάσσει την επιστροφή του διαδικαστικού εγγράφου.
Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών χρησιμοποιούνται τέσσερα τυποποιημένα έντυπα, τα οποία επισυνάπτονται ως παραρτήματα στον προαναφερθέντα κανονισμό. Τα έντυπα αυτά είναι:
Στην απλουστευμένη διαδικασία εφαρμόζεται η αρχή της συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη διαβεβαιώσεις και ισχυρισμούς που διατυπώνονται από τους διαδίκους και προτάσεις για αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται από αυτούς μετά την άσκηση της αγωγής, της ανταγωγής ή της ανακοπής ερημοδικίας ή μετά την ολοκλήρωση της πρώτης δικασίμου (σύστημα αποκλεισμού), εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος διάδικος αποδείξει ότι δεν ήταν δυνατό, ή ότι δεν χρειαζόταν, να υποβληθούν νωρίτερα (κατά τη διακριτική ευχέρεια του δικαστή). Αυτό γίνεται για λόγους επίσπευσης της απλουστευμένης διαδικασίας. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι αδύνατο ή πολύ δύσκολο να αποδειχθεί το ύψος της αξίωσης πέραν κάθε αμφιβολίας, μπορεί να ορίσει κατά την κρίση του στην απόφαση ένα εύλογο ποσό, αφού πρώτα λάβει υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Κατά την εξέταση της υπόθεσης, το δικαστήριο μπορεί να μην εφαρμόσει τους κανόνες της απλουστευμένης διαδικασίας, εφόσον αυτό μπορεί να συμβάλει στην αποδοτικότερη επίλυση της διαφοράς [άρθρο 505(1) παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας]. Όταν απαιτούνται ειδικές γνώσεις για τον προσδιορισμό του βασίμου και του ύψους της αξίωσης, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να προβεί σε ανεξάρτητη εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης ή να ζητήσει πραγματογνωμοσύνη. Δεν ζητείται πραγματογνωμοσύνη όταν το προβλεπόμενο κόστος της υπερβαίνει την αξία της αξίωσης, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από ειδικές περιστάσεις. Το γεγονός ότι κάποιος κατέθεσε ως μάρτυρας δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ζητηθεί η γνώμη του ως πραγματογνώμονα, ακόμη και για τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία κατέθεσε και ακόμη και αν ο μάρτυρας έχει ήδη συντάξει γνωμοδότηση κατόπιν αιτήματος άλλης οντότητας πλην του δικαστηρίου [άρθρο 507(7) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας].
Όταν απαιτούνται ειδικές γνώσεις για τον προσδιορισμό του βασίμου και του ύψους της αξίωσης, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να προβεί σε ανεξάρτητη εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης ή να ζητήσει πραγματογνωμοσύνη. Δεν ζητείται πραγματογνωμοσύνη όταν το προβλεπόμενο κόστος της υπερβαίνει την αξία της αξίωσης, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από ειδικές περιστάσεις. Το γεγονός ότι κάποιος κατέθεσε ως μάρτυρας δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ζητηθεί η γνώμη του ως πραγματογνώμονα, ακόμη και για τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία κατέθεσε και ακόμη και αν ο μάρτυρας έχει ήδη συντάξει γνωμοδότηση κατόπιν αιτήματος άλλης οντότητας πλην του δικαστηρίου [άρθρο 507(7) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας].
Κατά κανόνα, η απλουστευμένη διαδικασία είναι γραπτή διαδικασία. Οι περισσότερες αγωγές πρέπει να υποβάλλονται από τους διαδίκους με τη χρήση ειδικών επίσημων εντύπων. Στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας είναι, πάντως, δυνατή και η προφορική υποβολή αγωγής. Διάδικος που παρίσταται στη δίκη κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση δύναται να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να ασκήσει ένδικο μέσο με δήλωση την οποία καταθέτει μετά την έκδοση της απόφασης. Εάν όλοι οι δικαιούχοι διάδικοι παραιτηθούν από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη [άρθρο 505(8) παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας].
Η ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών είναι έγγραφη (άρθρο 125 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 505(21) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Κατά την εξέταση της υπόθεσης, το δικαστήριο μπορεί να μην εφαρμόσει τους κανόνες της απλουστευμένης διαδικασίας, εφόσον αυτό μπορεί να συμβάλει στην αποδοτικότερη επίλυση της διαφοράς. Η δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 505 (7) παράγραφος 7 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πρέπει να εκδίδεται κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ως αμετάκλητη απόφαση.
Οι ενάγοντες βαρύνονται με την καταβολή τέλους για την κατάθεση αγωγής στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας, όπως ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση της συνήθους διαδικασίας. Στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας, οι κανόνες σχετικά με τα τέλη για τις αγωγές βασίζονται στις γενικές αρχές που ορίζονται στον νόμο περί δικαστικών τελών (αστικές υποθέσεις) της 28ης Ιουλίου 2005.
Στην απλουστευμένη διαδικασία, τα έξοδα κατανέμονται μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες των άρθρων 98 ως 110 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σύμφωνα με το άρθρο 98 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να επιστρέψει στον νικήσαντα διάδικο, κατόπιν αιτήματος, τα έξοδα που ήταν αναγκαία για την άσκηση ή την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ενώπιον του δικαστηρίου. Το δικαστήριο επιδικάζει δικαστικά έξοδα σε κάθε οριστική απόφαση.
Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του κανονισμού μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίου ενδίκων μέσων (sąd apelacyjny). Αν η απόφαση εκδόθηκε από το πρωτοδικείο, το ένδικο μέσο ασκείται μέσω αυτού του δικαστηρίου στο περιφερειακό δικαστήριο, και αν η απόφαση εκδόθηκε από το περιφερειακό δικαστήριο, το ένδικο μέσο ασκείται μέσω αυτού του δικαστηρίου στο εφετείο [άρθρα 367 και 369 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 505(26) και 505(27)].
Αν πληρούνται οι όροι που προβλέπει το άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση ερήμην. Ο εναγόμενος μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της ερήμην απόφασης ενώπιον του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Σε περίπτωση μη ευνοϊκής απόφασης, ο ενάγων δύναται να ασκήσει ένδικο μέσο σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (άρθρο 339 παράγραφος 1, άρθρο 342 και άρθρο 344 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Το εθνικό δίκαιο προβλέπει δύο ειδικές διαδικασίες για την επίλυση μικροδιαφορών (που προβλέπονται στο νομοθετικό διάταγμα αριθ. 269/98, της 1ης Σεπτεμβρίου):
Οι δύο προαναφερόμενες ειδικές διαδικασίες κινούνται όταν συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:
Το πρόσωπο που έχει την απαίτηση μπορεί να επιλέξει μεταξύ των διαδικασιών που αναφέρονται στην απάντηση της ερώτησης 1.
Στην ειδική αγωγή με αίτημα την ικανοποίηση χρηματικών υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση, η αίτηση και η αντίκρουση δεν είναι αναγκαίο να διατυπωθούν σε δικόγραφο, δηλαδή οι ισχυρισμοί δεν απαιτείται να είναι αριθμημένοι κατ’ άρθρο. Όταν υποβάλλονται από δικαστικό πληρεξούσιο, πρέπει να αποσταλούν ηλεκτρονικά με χρήση των ειδικών εντύπων τα οποία διατίθενται προς τούτο από το υπολογιστικό σύστημα υποστήριξης των δικαστηρίων, εκτός αν ο δικαστικός πληρεξούσιος επικαλεστεί νόμιμους λόγους για τη μη χρήση του εν λόγω συστήματος. Όταν υποβάλλονται από τους ίδιους τους διαδίκους, δεν απαιτείται η χρήση ειδικού εντύπου και μπορούν να υποβληθούν στο δικαστήριο ή να αποσταλούν με συστημένη επιστολή ή φαξ.
Η αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να υποβληθεί με το ειδικό έντυπο το οποίο διατίθεται στον ακόλουθο σύνδεσμο: Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής - Δικτυακή πύλη Citius (mj.pt). Η χρήση του εν λόγω εντύπου είναι υποχρεωτική, ανεξαρτήτως αν υποβάλλεται απευθείας από τον διάδικο ή τον πληρεξούσιό του.
Όταν υποβάλλεται από δικαστικό πληρεξούσιο, το έντυπο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να αποσταλεί ηλεκτρονικά μέσω του συστήματος ΤΠ υποστήριξης των δικαστηρίων (εκτός αν ο πληρεξούσιος επικαλεστεί νόμιμους λόγους για τη μη χρήση του εν λόγω συστήματος). Όταν υποβάλλεται απευθείας από τον διάδικο, το έντυπο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να υποβληθεί σε έγχαρτη μορφή.
Το σύστημα νομικής συνδρομής εφαρμόζεται και στις δύο διαδικασίες (λ.χ. διορισμός πληρεξουσίου δικηγόρου, πληρωμή της δικηγορικής αμοιβής, πληρωμή των δικαστικών εξόδων και λοιπών συναφών δαπανών) (νόμος για την πρόσβαση στα δικαστήρια, νόμος αριθ. 34/2004, της 29ης Ιουλίου).
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα αυτό, παρακαλούμε να ανατρέξετε στο ενημερωτικό δελτίο «Νομική συνδρομή».
Στην ειδική αγωγή με αίτημα την εξόφληση των χρηματικών υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση, οι αποδείξεις διεξάγονται ως εξής:
Διαταγές πληρωμής:
Εάν ο καθ’ ου δεν προσβάλει τη διαταγή πληρωμής που του κοινοποιήθηκε, ολόκληρη η διαδικασία διεξάγεται γραπτώς.
Στην ειδική αγωγή με αίτημα την εξόφληση των χρηματικών υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση, οι μάρτυρες μπορούν να καταθέσουν γραπτώς, εφόσον η γνώση τους για τα πραγματικά περιστατικά αποκτήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η μαρτυρία είναι γραπτή, χρονολογείται και υπογράφεται από τον μάρτυρα με υπόμνηση της αγωγής την οποία αφορά, περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά είναι γνωστά και τους λόγους που ο συγκεκριμένος μάρτυρας έχει την εν λόγω γνώση.
Στην ειδική αγωγή με αίτημα την εξόφληση των χρηματικών υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση για την οποία διεξάγεται συζήτηση στο ακροατήριο, η απόφαση εκδίδεται προφορικά και υπαγορεύεται προς καταχώριση στα πρακτικά, ενώ το αιτιολογικό της εκτίθεται με συνοπτικό τρόπο.
Εάν αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής γίνει δεκτή, δεν εκδίδεται σχετική απόφαση αλλά κηρύσσεται εκτελεστή η αίτηση από τον δικαστικό επιμελητή.
Τα έξοδα του νικήσαντος διαδίκου βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο αναλογικά προς την ήττα του. Ως εκ τούτου, ο νικήσας διάδικος μπορεί να αποζημιωθεί πλήρως ή μερικώς για τα παρακάτω έξοδα: τα δικαστικά έξοδα που έχει ήδη καταβάλει τις δαπάνες που κατέβαλε για τη διεξαγωγή αποδείξεων, όταν δεν είχε ζητήσει ο ίδιος τις εν λόγω αποδείξεις και ουδεμία χρήση αυτών έγινε από τον ίδιο την αμοιβή που καταβλήθηκε στον δικαστικό επιμελητή και τις δαπάνες στις οποίες έχει προβεί ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής (λ.χ. όταν η κλήση επιδίδεται στον εναγόμενο από δικαστικό επιμελητή) την αμοιβή δικαστικού πληρεξουσίου και τις δαπάνες στις οποίες προέβη ο δικηγόρος.
Τα οφειλόμενα ποσά πρέπει να αναφέρονται στο επεξηγηματικό σημείωμα. Το εν λόγω σημείωμα πρέπει να αποσταλεί στο δικαστήριο από τον διάδικο που δικαιούται την αποζημίωση, τον ηττηθέντα διάδικο ή τον δικαστικό επιμελητή, ανάλογα με την περίπτωση, εντός πέντε ημερών αφότου η απόφαση καταστεί οριστική.
Στο επεξηγηματικό σημείωμα θα περιλαμβάνονται τα παρακάτω στοιχεία:
Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα έξοδα του νικήσαντος διαδίκου καταβάλλονται απευθείας από τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
Οι αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο των ειδικών αγωγών με αίτημα την εξόφληση των χρηματικών υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από σύμβαση μπορούν να προσβληθούν με έφεση, η οποία ασκείται ενώπιον του εφετείου, εφόσον το επίδικο ποσό δεν υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσμενής για τον εκκαλούντα για ποσό άνω των 2.500 ευρώ.
Πρόκειται για τακτικό ένδικο μέσο. Η εθνική νομοθεσία προβλέπει επίσης κανόνες έκτακτων ένδικων μέσων, οι οποίοι επίσης εφαρμόζονται.
Στην περίπτωση της διαταγής πληρωμής, τυχόν αντιρρήσεις ως προς την απόρριψη της αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής και της κήρυξης αυτής εκτελεστής από τον δικαστικό γραμματέα υποβάλλονται ενώπιον του δικαστή.
Σημείωση
Οι πληροφορίες στο παρόν δελτίο δεν δεσμεύουν το σημείο επικοινωνίας του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ούτε τα δικαστήρια ή άλλες οντότητες και αρχές. Δεν υποκαθιστούν το ισχύον κείμενο του νόμου, καθώς μπορεί να έχουν εισαχθεί σ’ αυτό αλλαγές που να μην έχουν ακόμη περιληφθεί στο παρόν δελτίο.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Τα άρθρα 1026-1033 του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 15 Φεβρουαρίου 2013, ρυθμίζουν ειδικά αυτή τη διαδικασία μικροδιαφορών.
Το άρθρο 1026 του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι η αξία της αξίωσης, χωρίς τόκους, δικαστικά έξοδα και άλλα παρεπόμενα έσοδα, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 10.000 λέου κατά την ημερομηνία παραπομπής στο δικαστήριο.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου αριθ. 220/2022, της 15ης Ιουλίου 2022, σχετικά με την προσαρμογή ορισμένων μέτρων που αποδείχθηκαν επωφελή για τους θεσμούς στον τομέα της δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που κηρύχθηκε για την πρόληψη και την καταπολέμηση των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, εφαρμόζεται ο τίτλος X της διαδικασίας μικροδιαφορών του τόμου VI του νόμου 134/2010, όπως αναδημοσιεύθηκε, όταν η αξία της αξίωσης, χωρίς τόκους, δικαστικά έξοδα και άλλα παρεπόμενα έσοδα, δεν υπερβαίνει τα 50.000 λέου κατά την ημερομηνία παραπομπής στο δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 20 του νόμου 220/2022, οι διατάξεις του άρθρου 8 του νόμου αυτού εφαρμόζονται για περίοδο ενός έτους από τις 22 Ιουλίου 2022 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου).
Στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, υπάρχει εναλλακτική επιλογή για τη διαδικασία μικροδιαφορών. Ο ενάγων μπορεί να επιλέξει μεταξύ της διαδικασίας μικροδιαφορών και της τακτικής δικαστικής διαδικασίας. Εάν ο ενάγων προσέλθει ενώπιον του δικαστηρίου με την κατάθεση αγωγής, η αγωγή διευθετείται σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, εκτός εάν ο ενάγων ζητήσει ρητώς την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας το αργότερο έως την πρώτη συζήτηση. Όταν μια αξίωση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί σύμφωνα με διαδικασία μικροδιαφορών, το δικαστήριο το κοινοποιεί στον ενάγοντα και, εάν ο ενάγων δεν αποσύρει την αγωγή του, η αγωγή εξετάζεται βάσει του κοινού δικαίου. Το πρωτοβάθμιο αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής είναι το πρωτοδικείο. Η κατά τόπον αρμοδιότητα ορίζεται βάσει του κοινού δικαίου.
Η απόφαση αριθ. 359/C του Υπουργού Δικαιοσύνης, της 29ης Ιανουαρίου 2013, για την έγκριση των εντύπων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία μικροδιαφορών που προβλέπεται στα άρθρα 1025-1032 του νόμου αριθ. 134/2010 για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει υποχρεωτικό τυποποιημένο έντυπο για τη διαδικασία μικροδιαφορών. Τα τυποποιημένα έντυπα είναι τα εξής: το έντυπο της αγωγής, το έντυπο τροποποίησης και/ή διόρθωσης της αγωγής και το έντυπο απάντησης.
Παρέχεται εντός των ορίων του ενεργού ρόλου που ασκεί ο δικαστής και όχι ειδικά για αυτού του είδους τις υποθέσεις.
Το δικαστήριο μπορεί επίσης να δεχθεί και άλλα αποδεικτικά στοιχεία πέραν των ισχυρισμών των διαδίκων. Ωστόσο, δεν γίνονται δεκτά αποδεικτικά στοιχεία το κόστος για τη διαχείριση των οποίων είναι δυσανάλογο σε σύγκριση με την αξία της αγωγής ή της ανταγωγής που κατατέθηκε.
Τα άρθρα 1029 επ. του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπουν ότι ο ενάγων κινεί διαδικασία μικροδιαφορών συμπληρώνοντας το έντυπο της αγωγής και υποβάλλοντας ή αποστέλλοντάς το στο αρμόδιο δικαστήριο ταχυδρομικά ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο που διασφαλίζει τη διαβίβαση και την απόδειξη παραλαβής. Αντίγραφα των υπομνημάτων που προτίθεται να χρησιμοποιήσει ο ενάγων υποβάλλονται ή αποστέλλονται μαζί με το έντυπο της αγωγής. Εάν οι πληροφορίες που παρέχονται από τον ενάγοντα δεν είναι επαρκώς σαφείς ή είναι ανεπαρκείς, ή εάν το έντυπο της αγωγής δεν έχει συμπληρωθεί με ακρίβεια, το δικαστήριο παρέχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να συμπληρώσει ή να διορθώσει το έντυπο ή να υποβάλει πρόσθετες πληροφορίες ή έγγραφα, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αγωγή είναι προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη. Η αγωγή απορρίπτεται αν είναι προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη. Εάν ο ενάγων δεν συμπληρώσει ή διορθώσει το έντυπο της αγωγής εντός της προθεσμίας που τάσσει το δικαστήριο, η αγωγή δεν εκδικάζεται.
Η διαδικασία μικροδιαφορών είναι γραπτή και διεξάγεται εξ ολοκλήρου ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τους διαδίκους να εμφανιστούν στο δικαστήριο εάν κρίνει ότι απαιτείται η παρουσία τους ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει το αίτημα αυτό όταν κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η διεξαγωγή προφορικής συζήτησης, δεδομένων των περιστάσεων της υπόθεσης. Οι λόγοι άρνησης αναφέρονται γραπτώς και δεν μπορούν να προσβληθούν.
Αφού λάβει δεόντως συμπληρωμένο έντυπο αγωγής, το δικαστήριο αποστέλλει το έντυπο απάντησης στον εναγόμενο, μαζί με αντίγραφο του εντύπου της αγωγής και των υπομνημάτων του ενάγοντος. Ο εναγόμενος πρέπει να υποβάλει το συμπληρωμένο έντυπο απάντησης εντός 30 ημερών από την επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων, καθώς και αντίγραφα των εγγράφων που προτίθεται να χρησιμοποιήσει. Ο εναγόμενος μπορεί να απαντήσει με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο χωρίς να χρησιμοποιήσει το έντυπο απάντησης. Το δικαστήριο επιδίδει αμέσως στον ενάγοντα αντίγραφα της απάντησης του εναγομένου, της ανταγωγής, κατά περίπτωση, και των υπομνημάτων του εναγομένου. Εάν ο εναγόμενος έχει ασκήσει ανταγωγή, ο ενάγων πρέπει να υποβάλει το δεόντως συμπληρωμένο έντυπο απάντησης ή να απαντήσει με οποιοδήποτε άλλο μέσο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης. Ανταγωγή που δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας διαχωρίζεται και εκδικάζεται σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τους διαδίκους να παράσχουν περαιτέρω πληροφορίες εντός της προθεσμίας που ορίζεται για τον σκοπό αυτό, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30 ημέρες από τη λήψη της απάντησης του εναγομένου ή, κατά περίπτωση, του ενάγοντος. Εάν το δικαστήριο έχει τάξει προθεσμία για την εμφάνιση των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου, πρέπει να τους επιδοθεί κλήτευση. Όταν το δικαστήριο έχει τάξει προθεσμία για την ολοκλήρωση μιας διαδικαστικής πράξης, ενημερώνει το οικείο πρόσωπο για τις συνέπειες της μη τήρησης της εν λόγω προθεσμίας.
Το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του εντός 30 ημερών από την παραλαβή όλων των απαιτούμενων πληροφοριών ή, κατά περίπτωση, από την προφορική διαδικασία. Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν απαντήσει εμπρόθεσμα, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση επί της κύριας αγωγής ή της ανταγωγής σε σχέση με τα έγγραφα που επισυνάπτονται στη δικογραφία. Η απόφαση που εκδίδεται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι εκτελεστή από την ημερομηνία έκδοσής της και επιδίδεται στους διαδίκους.
Όχι.
Το άρθρο 1032 του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος βαρύνεται με τα δικαστικά έξοδα κατόπιν αιτήματος του αντιδίκου. Ωστόσο, το δικαστήριο δεν επιδικάζει στον νικήσαντα διάδικο περιττές δαπάνες ή δαπάνες δυσανάλογες προς την αξία της αξίωσης.
Το άρθρο 1033 του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά της δικαστικής απόφασης ενώπιον του δικαστηρίου μόνο εντός 30 ημερών από την επίδοση ή την κοινοποίηση. Εάν συντρέχουν λόγοι, το εφετείο μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει οριστεί εγγύηση για το 10 % της αμφισβητούμενης αξίας. Η απόφαση του εφετείου επιδίδεται στους διαδίκους και είναι τελεσίδικη.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Η σλοβενική νομοθεσία περιλαμβάνει μια ειδική διαδικασία μικροδιαφορών, η οποία ρυθμίζεται από το κεφάλαιο 30 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Zakon o pravdnem postopku, ZPP).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΖΡΡ, ως μικροδιαφορά θεωρείται η διαφορά στην οποία το ποσό της αξίωσης δεν υπερβαίνει τα 2 000 ευρώ. Στις εμπορικές υποθέσεις, μικροδιαφορά θεωρείται η διαφορά στην οποία το ποσό της αξίωσης δεν υπερβαίνει τα 4 000 ευρώ. Οι μικροδιαφορές καλύπτουν επίσης τις διαφορές στις οποίες η αξίωση δεν είναι χρηματική, όταν ο ενάγων δηλώνει στην αγωγή την πρόθεσή του να αποδεχθεί χρηματικό ποσό που δεν υπερβαίνει τις 2 000 ευρώ (4 000 ευρώ στις εμπορικές διαφορές) αντί ικανοποίησης της αξίωσης, και διαφορές στις οποίες αντικείμενο της αξίωσης είναι η παράδοση κινητής περιουσίας, όπου το ποσό που δηλώνεται από τον ενάγοντα δεν υπερβαίνει τις 2 000 ευρώ (4 000 στις εμπορικές διαφορές). Στις μικροδιαφορές δεν περιλαμβάνονται οι διαφορές που αφορούν κυριότητα, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, προστασία ή χρήση εφευρέσεων και εμπορικών σημάτων ή το δικαίωμα χρήσης εμπορικής ονομασίας, οι διαφορές που σχετίζονται με την προστασία του ανταγωνισμού ή οι διαφορές που αφορούν καταπάτηση.
Η εφαρμογή της διαδικασίας περιγράφεται στο σημείο 1.1. Η διαδικασία μικροδιαφορών διεξάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου (τοπικού δικαστηρίου, okrajno sodišče), εκτός αν πρόκειται για εμπορική διαφορά, οπότε εκδικάζεται από πρωτοδικείο (περιφερειακό δικαστήριο, okrožno sodišče).
Έντυπα έχουν καταρτιστεί μόνο για τις διαδικασίες μικροδιαφορών που κινούνται από έναν διάδικο βάσει επίσημου εγγράφου. Ένα συμπληρωμένο έντυπο μπορεί να υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα στην ακόλουθη διεύθυνση https://evlozisce.sodisce.si/esodstvo/index.html. Αυτό περιλαμβάνει τις διαδικασίες εκτέλεσης βάσει επίσημου εγγράφου οι οποίες, μετά την υποβολή δεόντως αιτιολογημένης καταγγελίας, συνεχίζονται με ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής. Πέραν αυτού, δεν έχουν καταρτιστεί εκ των προτέρων έντυπα για τις διαδικασίες μικροδιαφορών με σκοπό να βοηθούν τους διαδίκους στην κίνηση διαδικασίας.
Για λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες υποβολής αιτήσεων με ηλεκτρονικά μέσα, ανατρέξτε στην ενότητα «Αυτόματη διαδικασία».
Οι διάδικοι δύνανται να ζητούν νομική συνδρομή, η οποία τους χορηγείται εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τον νόμο περί δωρεάν νομικής συνδρομής (Zakon o brezplačni pravni pomoči, ZBPP).
Στις διαδικασίες μικροδιαφορών, ο ενάγων υποχρεούται να αναφέρει όλα τα πραγματικά περιστατικά και να παραθέτει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία στην αγωγή, ενώ ο εναγόμενος υποχρεούται να τα συμπεριλαμβάνει στο υπόμνημα αντικρούσεώς του. Κάθε διάδικος μπορεί να καταθέσει προκαταρκτικό υπόμνημα. Πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται μεταγενέστερα με γραπτά υπομνήματα δεν λαμβάνονται υπόψη. Η προθεσμία για την υποβολή υπομνήματος αντικρούσεως και προκαταρκτικών υπομνημάτων είναι οκτώ ημέρες.
Οι διαδικασίες μικροδιαφορών διεξάγονται βάσει αγωγών που υποβάλλονται γραπτώς. Το δικαστήριο μπορεί να περιορίσει τον χρόνο και το εύρος της διαδικασίας διεξαγωγής αποδείξεων και να διεξαγάγει τη διαδικασία κατά τη δική του διακριτική ευχέρεια, εξισορροπώντας κατ' αυτόν τον τρόπο δύο στόχους: παροχή επαρκούς προστασίας για τα δικαιώματα των διαδίκων και παράλληλα επίτευξη του στόχου επίσπευσης της διαδικασίας και διατήρησης των εξόδων σε χαμηλά επίπεδα.
Η απόφαση επί της διαδικασίας μικροδιαφορών ανακοινώνεται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της κύριας ακροαματικής διαδικασίας. Η γραπτή απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει το εισαγωγικό μέρος, το διατακτικό, το σκεπτικό και μνεία των ένδικων μέσων με τα οποία μπορεί να προσβληθεί. Ο δικαστής μπορεί να εκδώσει γραπτή απόφαση με διεξοδικό ή συνοπτικό σκεπτικό.
Η απόφαση για το κόστος της διαδικασίας λαμβάνεται ανάλογα με την έκβαση της διαδικασίας, ήτοι ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να αποδώσει στον αντίδικο τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε.
Οι διάδικοι μπορούν να υποβάλουν έφεση κατά της απόφασης πρώτου βαθμού ή της απόφασης επί μικροδιαφοράς εντός οκτώ ημερών. Η απόφαση και η διάταξη μπορεί να προσβληθούν μόνο λόγω σοβαρής παράβασης των δικονομικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 339 του ΖΡΡ και λόγω παράβασης του ουσιαστικού δικαίου. Στις διαδικασίες που αφορούν τις εμπορικές μικροδιαφορές, μόνο ο διάδικος που έχει ανακοινώσει ότι σκοπεύει να υποβάλει έφεση μπορεί να προσφύγει κατά μιας απόφασης ασκώντας έφεση. Δεν προβλέπεται διαδικασία αναθεώρησης στις μικροδιαφορές, ενώ οι λόγοι για να διαταχθεί η επανάληψη της διαδικασίας είναι περιορισμένοι.
http://www.dz-rs.si/wps/portal/Home/deloDZ/zakonodaja/preciscenaBesedilaZakonov
http://www.sodisce.si/
https://www.uradni-list.si/glasilo-uradni-list-rs
http://www.pisrs.si/Pis.web/
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία για τις μικροδιαφορές, οι οποίες διέπονται από τις γενικές διατάξεις περί αστικών διαδικασιών. Δεν διεξάγεται ακροαματική διαδικασία για απαιτήσεις που δεν υπερβαίνουν τις 2 000 EUR και για τις οποίες απαιτείται μόνο απλή αξιολόγηση.
Η διαδικασία διέπεται από τις γενικές διατάξεις περί αστικών διαδικασιών.
Η διαδικασία κινείται με σχετικό αίτημα, με τη συνήθη διαδικασία που ακολουθείται για οποιοδήποτε είδος αιτήματος για την κίνηση διαδικασίας.
Δεν προβλέπονται ειδικά έντυπα.
Οι διάδικοι λαμβάνουν συνδρομή σύμφωνα με τη γενική υποχρέωση των δικαστηρίων να ενημερώνουν ανά πάσα στιγμή τους διαδίκους για τα δικονομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, καθώς και για τη δυνατότητα να επιλέγουν δικηγόρο ή να επικοινωνούν με το Κέντρο Νομικής Συνδρομής (Centrum právnej scheme).
https://www.centrumpravnejpomoci.sk
Η διαδικασία διέπεται από τις γενικές διατάξεις περί αστικών διαδικασιών.
Είναι συνήθως η ίδια όπως και για άλλες αστικές διαδικασίες.
Είναι συνήθως το ίδιο όπως και για άλλες αστικές διαδικασίες.
Γίνεται συνήθως ό,τι γίνεται και για άλλες αστικές διαδικασίες.
Το δικαστήριο επιδικάζει στους διαδίκους τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την επιτυχία τους στην υπόθεση. Εάν οι διάδικοι ήταν μόνο εν μέρει επιτυχείς, το δικαστήριο επιδικάζει τα δικαστικά έξοδα σε αναλογική βάση ή κρίνει ότι κανένας εκ των διαδίκων δεν δικαιούται επιστροφή δικαστικών εξόδων. Εάν ένας εκ των διαδίκων κριθεί δικονομικά υπεύθυνος για τη διακοπή της διαδικασίας, το δικαστήριο επιδικάζει τα δικαστικά έξοδα στον έτερο διάδικο. Εάν ένας εκ των διαδίκων κριθεί υπεύθυνος για τα έξοδα της διαδικασίας που διαφορετικά δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί, το δικαστήριο επιδικάζει τα έξοδα αυτά στον έτερο διάδικο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για λόγους που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, το δικαστήριο αποφασίζει να μην επιδικάσει τα δικαστικά έξοδα.
Οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα άσκησης ένδικου μέσου κατά της απόφασης με τον συνήθη τρόπο για τις αστικές διαδικασίες. Έφεση μπορεί να ασκηθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός προθεσμίας 15 ημερών από την επίδοση της απόφασης.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Η ισχύουσα νομοθεσία στη Φινλανδία δεν περιλαμβάνει διαδικαστικούς κανονισμούς ανάλογα με την αξία του αντικειμένου της δίκης. Ωστόσο, μπορεί να δοθεί εντολή για κατάλληλες διαδικασίες για μια υπόθεση, βάσει της ιδιαίτερης φύσης της. Η υπόθεση θα περάσει από τα διάφορα στάδια της πλήρους δικαστικής διαδικασίας εάν υπάρχουν βάσιμες αιτίες και το επιθυμούν οι διάδικοι. Η υπόθεση μπορεί, για παράδειγμα, να επιλυθεί από έναν μόνο δικαστή χωρίς προπαρασκευαστική ακρόαση ή με μια αποκλειστικά γραπτή διαδικασία. Οι αστικές υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας έχουν τις δικές τους ειδικές διαδικασίες. Για την επεξεργασία μη αμφισβητούμενων απαιτήσεων, βλ. «Διαδικασίες για τη διαταγή πληρωμής — Φινλανδία» και «Αυτόματη διαδικασία — Φινλανδία».
Όπως προαναφέρθηκε, η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν επηρεάζει τη διαδικασία. Η μορφή της διαδικασίας εξαρτάται από την ουσία της υπόθεσης.
Η διαδικασία σε αστικές υποθέσεις κινείται με την υποβολή γραπτής αίτησης κλήτευσης σε περιφερειακό δικαστήριο (käräjäoikeus). Οι μη αμφισβητούμενες αξιώσεις μπορούν επίσης να κατατεθούν μέσω ηλεκτρονικής αίτησης (βλέπε «Διαδικασίες για τη διαταγή πληρωμής - Φινλανδία»).
Δεν υπάρχουν έντυπα σε εθνικό επίπεδο, εκτός από το έντυπο κοινοποίησης της πρόθεσης άσκησης ένδικου μέσου κατά απόφασης του περιφερειακού δικαστηρίου. Ορισμένα περιφερειακά δικαστήρια έχουν συντάξει έντυπα για συγκεκριμένα είδη αλληλογραφίας· συνήθως πρόκειται για έντυπα αίτησης ή ανταπάντησης. Η χρήση των εντύπων δεν είναι υποχρεωτική.
Οι μη αμφισβητούμενες αξιώσεις μπορούν να κατατεθούν μέσω εντύπου ηλεκτρονικής αίτησης (βλέπε «Διαδικασίες για τη διαταγή πληρωμής - Φινλανδία»).
Η γραμματεία του δικαστηρίου παρέχει συμβουλές για θέματα που σχετίζονται με τη διαδικασία, εάν είναι απαραίτητο.
Εάν η υπόθεση είναι μη αμφισβητούμενη, δεν απαιτείται κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Εάν ακολουθηθεί αμιγώς γραπτή διαδικασία, εξετάζονται μόνο γραπτά αποδεικτικά στοιχεία. Δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις που να ορίζουν ότι θα ισχύουν ειδικοί κανόνες για την διεξαγωγή αποδείξεων σε υποθέσεις μικροδιαφορών.
Είναι δυνατόν μια υπόθεση να επιλυθεί χωρίς επ’ ακροατηρίω διαδικασία, μόνο βάσει γραπτών αποδεικτικών στοιχείων. Οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας επιλύονται πάντα με αυτό τον τρόπο. Οι αμφισβητούμενες αξιώσεις μπορούν να επιλυθούν αποκλειστικά βάσει γραπτών αποδείξεων, αν η φύση της υπόθεσης είναι τέτοια που δεν απαιτείται κύρια επ’ ακροατηρίω διαδικασία και αν οι διάδικοι δεν αντιτίθενται στη χρήση της γραπτής διαδικασίας.
Δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις που να διέπουν το περιεχόμενο των αποφάσεων σε υποθέσεις μικροδιαφορών.
Κατά κανόνα, ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να καταβάλει όλα τα εύλογα νομικά έξοδα που πραγματοποίησε ο αντίδικός του για τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου σχετικά με την υπόθεση. Ωστόσο, έχουν καθοριστεί ανώτατα όρια για το ποσό των εξόδων που επιστρέφονται σε περίπτωση μη αμφισβητούμενων αξιώσεων και σε υποθέσεις που αφορούν ενοίκια κατοικίας. Στις περιπτώσεις αυτές, το ανώτατο ποσό των δικαστικών εξόδων στο οποίο μπορεί να καταδικαστεί να καταβάλει στον ενάγοντα ο ηττηθείς εναγόμενος ορίζεται σε πίνακα εξόδων.
Το δικαίωμα έφεσης δεν εξαρτάται από τη φύση της υπόθεσης. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία έφεσης για όλες τις υποθέσεις. Πρέπει να υπάρξει γνωστοποίηση της πρόθεσης άσκησης ένδικου μέσου κατά της απόφασης του περιφερειακού δικαστηρίου εντός της δεδομένης προθεσμίας, και η έφεση πρέπει να εκδικαστεί στο εφετείο (hovioikeus).
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Ναι, υπάρχει ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές.
Η ειδική διαδικασία για τις μικροδιαφορές εφαρμόζεται από το τακτικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο (πρωτοδικείο — tingsrätten), όταν η απαίτηση του ενάγοντος δεν υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο. Επί του παρόντος (το 2019) το όριο ανέρχεται σε 23 250 SEK. Το όριο δεν είναι ένα ποσό που καθορίζεται από τον νόμο, αλλά συνδέεται με αυτό που είναι γνωστό ως βασικό ποσό, και το οποίο συνεπάγεται ότι το όριο υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις των τιμών.
Η δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία δεν περιορίζεται σε ορισμένα είδη υποθέσεων, όπως οι καταναλωτικές διαφορές. Τα εφαρμοστέα κριτήρια είναι ότι πρέπει να πρόκειται για αστική υπόθεση και ότι η αξία της διαφοράς πρέπει να είναι χαμηλότερη από το όριο. Η διαδικασία δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε οικογενειακές υποθέσεις.
Το έντυπο αίτησης για την κίνηση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο της Εθνικής Διοίκησης Δικαστηρίων (Domstolsverket).
Βοήθεια για την κίνηση διαδικασίας διατίθεται στα πρωτοδικεία. Οι κρατικές αρχές υπέχουν εκ του νόμου γενική υποχρέωση παροχής υπηρεσιών. Η εν λόγω υποχρέωση σημαίνει ότι μπορείτε να καλέσετε ή να επισκεφθείτε ένα πρωτοδικείο, για παράδειγμα, και να λάβετε γενικές συμβουλές όσον αφορά τη διαδικασία και τους σχετικούς κανόνες. Επιπλέον, ο πρόεδρος του δικαστηρίου υποχρεούται, κατά την προετοιμασία της υπόθεσης και ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης, να μεριμνά για την αποσαφήνιση των επίμαχων ζητημάτων και να φροντίζει να αναφέρουν οι διάδικοι όλα τα στοιχεία στα οποία επιθυμούν να στηριχθούν στην υπόθεση. Στην πράξη, ο δικαστής εκτελεί τα καθήκοντά του μέσω συμπληρωματικών ερωτήσεων και παρατηρήσεων.
Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για υποθέσεις που αφορούν μικροδιαφορές. Ως εκ τούτου, μπορούν να προσκομιστούν τόσο γραπτές όσο και προφορικές αποδείξεις. Οι γραπτές «μαρτυρίες» επιτρέπονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιστάσεις. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες για τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές υποθέσεις βάσει του σουηδικού δικαίου διατίθενται εδώ.
Τα δικαστήρια μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις βασιζόμενα αποκλειστικά και μόνο σε γραπτές διαδικασίες. Η δυνατότητα αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου η προφορική διαδικασία δεν είναι απαραίτητη για τους σκοπούς της διερεύνησης της υπόθεσης, ούτε ζητείται από κανένα μέρος.
Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για τη διατύπωση απόφασης σε υποθέσεις που αφορούν μικροδιαφορές. Σε όλες τις αστικές υποθέσεις, δηλαδή και στις αποφάσεις που αφορούν μικροδιαφορές, ισχύουν τα παρακάτω. Η απόφαση εκδίδεται γραπτά και περιλαμβάνει, σε χωριστά μέρη, τις ακόλουθες πληροφορίες: την ονομασία του δικαστηρίου, καθώς και την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης της απόφασης, τους διαδίκους και τους εκπροσώπους ή τους συνηγόρους τους, το διατακτικό, τα αιτήματα και τις ενστάσεις των διαδίκων, καθώς και τις περιστάσεις στις οποίες βασίζονται, όπως επίσης και το σκεπτικό, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για το τι αποδείχθηκε στην υπόθεση.
Οι ειδικοί κανόνες για τα έξοδα αποτελούν το σημαντικότερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των υποθέσεων που αφορούν μικροδιαφορές. Ο νικήσας διάδικος δικαιούται αποζημίωση μόνο για μία ώρα παροχής νομικών συμβουλών σε μία περίσταση σε κάθε δικαστήριο, καθώς και για το τέλος αίτησης, τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής σε σχέση με τη συνεδρίαση του δικαστηρίου, τα έξοδα μαρτυρικών καταθέσεων και τα έξοδα μετάφρασης εγγράφων. Η αποζημίωση καταβάλλεται εφόσον το κόστος απαιτήθηκε ευλόγως προκειμένου να μπορέσει ο νικήσας διάδικος να προασπίσει τα δικαιώματά του. Ως εκ τούτου, αμοιβές εκπροσώπων οι οποίες υπερβαίνουν ποσό που αντιστοιχεί σε μία ώρα παροχής νομικών συμβουλών δεν επιστρέφονται.
Απόφαση που εκδίδεται από κατώτερο δικαστήριο μπορεί να προσβληθεί ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου.
Απαιτείται άδεια άσκησης έφεσης προκειμένου το εφετείο (hovrätt) να εξετάσει απόφαση πρωτοδικείου. Άδεια άσκησης έφεσης μπορεί να χορηγηθεί μόνο εάν είναι σημαντικό, για την κατεύθυνση της εφαρμογής του δικαίου, να εξεταστεί η έφεση από ανώτερο δικαστήριο, εάν υπάρχουν λόγοι για την τροποποίηση της απόφασης του πρωτοδικείου ή εάν συντρέχουν άλλοι εξαιρετικοί λόγοι για την εξέταση της έφεσης Ο διάδικος που επιθυμεί να ασκήσει έφεση κατά απόφασης πρωτοδικείου πρέπει να το πράξει εγγράφως και η έφεση πρέπει να περιέλθει στο πρωτοδικείο εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Σε χρηματικές απαιτήσεις κάτω των 10.000£ (λιρών Αγγλίας) μπορεί να εφαρμοστεί η διαδικασία μικροδιαφορών. Ωστόσο, το επίδικο ποσό δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη. Μεταξύ άλλων, συνυπολογίζονται το είδος της απαίτησης, το ποσό και το είδος της προετοιμασίας που απαιτείται για την επίλυση της διαφοράς με δίκαιο τρόπο. Ενίοτε απλές διαφορές με αντικείμενο αξίας άνω των 10.000£ μπορούν να επίσης να εκδικαστούν στο πλαίσιο της διαδικασίας μικροδιαφορών κατόπιν συναίνεσης του ενάγοντος και του εναγομένου.
Όταν ο δικαστής αποφασίζει το αν θα υπαγάγει τη διαφορά στη διαδικασία μικροδιαφορών (small claims track) ή θα την εκδικάσει στο πλαίσιο της τακτικής δικαστικής διαδικασίας, εκτός από τις απόψεις του ενάγοντος και του εναγομένου συνυπολογίζει τους παρακάτω παράγοντες:
Όταν ο δικαστής αποφασίζει το αν θα υπαγάγει τη διαφορά στη διαδικασία μικροδιαφορών, λαμβάνει υπόψη το ποσό και το είδος της προετοιμασίας που απαιτείται για την επίλυση της διαφοράς με δίκαιο τρόπο. Ο δικαστής έχει υπόψη ότι η εν λόγω διαδικασία έχει σχεδιαστεί για να είναι αρκετά απλή, ώστε να μπορούν οι διάδικοι, εφόσον το επιθυμούν, να διεξαγάγουν τη δίκη χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου. Για παράδειγμα, για την τελική συζήτηση πρέπει να απαιτείται η ελάχιστη δυνατή προετοιμασία. Κατά κανόνα, οι διαφορές που εκδικάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας μικροδιαφορών δεν περιλαμβάνουν πολλούς μάρτυρες ή δύσκολα νομικά ζητήματα.
Εάν η συνολική απαίτηση δεν υπερβαίνει το ποσό των 10.000£, αλλά περιλαμβάνει απαίτηση για βλάβη της υγείας ή φθορά ακινήτου που χρησιμοποιείται ως κατοικία και αποζημίωση για την εν λόγω φθορά, η διαφορά θα υπαχθεί στη διαδικασία μικροδιαφορών μόνο αν το ποσό που αξιώνεται για τη βλάβη της υγείας, τη φθορά και την αποζημίωση ξεχωριστά δεν υπερβαίνει το ποσό των 1.000£.
Όταν εκδικάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας μικροδιαφορών διαφορές με αντικείμενο αξίας άνω των 10.000£, ισχύουν διαφορετικοί κανόνες για τα δικαστικά έξοδα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο νικητής διάδικος μπορεί να αξιώσει από τον ηττηθέντα διάδικο την πληρωμή των εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των δικηγορικών εξόδων. Ωστόσο, τα εν λόγω έξοδα δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα έξοδα που θα επιδικάζονταν αν η διαφορά είχε υπαχθεί στην ταχεία διαδικασία. Περισσότερες πληροφορίες για τα έξοδα παρατίθενται στη συνέχεια. Περισσότερες πληροφορίες για τα διάφορα είδη διαδικασίας διατίθενται στη σελίδα Ενδεδειγμένες ενέργειες;.
Παρότι οι περισσότερες διαφορές με αντικείμενο αξίας έως 10.000£ εκδικάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας μικροδιαφορών, αυτό δεν συμβαίνει αυτόματα. Όταν ο δικαστής αποφασίζει για τη διαδικασία με την οποία θα εκδικαστεί η διαφορά, λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των διαδίκων. Ακόμη κι αν το επίδικο ποσό είναι κάτω των 10.000£, ο δικαστής μπορεί να αποφασίσει ότι η απόφαση θα εκδικαστεί στο πλαίσιο της τακτικής δικαστικής διαδικασίας και όχι της διαδικασίας μικροδιαφορών.
Αν προβληθούν αντιρρήσεις (ή κατατεθεί αντίκρουση) κατά της αγωγής, ο ενάγων θα λάβει αντίγραφο της αντίκρουσης του εναγομένου και, αν παρίσταται αυτοπροσώπως στη δίκη, θα λάβει επίσης αντίγραφο του Εντύπου 180 Ερωτηματολόγιο Οδηγιών (Direction Questionnaire). Οι πληροφορίες που παρέχουν οι διάδικοι στο ερωτηματολόγιο θα βοηθήσουν τον δικαστή να αποφασίσει ποια είναι η καταλληλότερη διαδικασία για τη διαφορά. Εάν ο ενάγων κρίνει ότι η διαφορά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μικροδιαφορά στο πλαίσιο της διαδικασίας μικροδιαφορών, πρέπει να το αναφέρει στο ερωτηματολόγιο. Ωστόσο, αν και οι απόψεις του ενάγοντος και του εναγομένου θα ληφθούν υπόψη, ο δικαστής είναι εκείνος που θα αποφασίσει τελικά σε ποια διαδικασία θα υπαγάγει τη διαφορά.
Όπως περιγράφηκε παραπάνω, ο δικαστής μπορεί να αποφασίσει ότι μια διαφορά με αντικείμενο αξίας κάτω των 10.000£ θα εκδικαστεί στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας. H εν λόγω απόφαση λαμβάνεται κατά την έναρξη της δίκης.
Ο δικαστής μπορεί κατά τη διακριτική του ευχέρεια, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να υπαγάγει εκ νέου τη διαφορά στην τακτική διαδικασία από τη διαδικασία μικροδιαφορών. Σε διαφορά που είχε προσδιοριστεί αρχικά στη διαδικασία μικροδιαφορών, αλλά στη συνέχεια επαναπροσδιορίζεται σε άλλη διαδικασία, οι κανόνες για τα έξοδα στη διαδικασία μικροδιαφορών θα παύσουν να ισχύουν μετά τον επαναπροσδιορισμό της αγωγής. Οι κανόνες της ταχείας και της τακτικής διαδικασίας θα ισχύουν από την ημερομηνία του επαναπροσδιορισμού.
Για τη διαδικασία μικροδιαφορών διατίθενται ειδικά έντυπα των οποίων η χρήση είναι υποχρεωτική.
Για να ασκήσει αγωγή ο ενάγων πρέπει να συμπληρώσει το έντυπο N1, το οποίο περιλαμβάνει οδηγίες συμπλήρωσης. Αφού συμπληρώσει το έντυπο ο ενάγων πρέπει να καταρτίσει ένα αντίγραφο για τον ίδιο, ένα για το δικαστήριο και ένα για κάθε εναγόμενο. Το δικαστήριο θα αποστείλει αντίγραφο σε κάθε εναγόμενο. Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στη σελίδα
Ενδεδειγμένες ενέργειες;.
Όπως προαναφέρθηκε, αν κατατεθεί αντίκρουση, το δικαστήριο θα αποστείλει αντίγραφο της αντίκρουσης στον ενάγοντα και τους διαδίκους που παρίστανται αυτοπροσώπως και αντίγραφο του εντύπου Ν180http://formfinder.hmctsformfinder.justice.gov.uk/n180-eng.pdf στον ενάγοντα και τον εναγόμενο (ή τους εναγομένους).
Εάν ο δικαστής αποφασίσει να υπαγάγει τη διαφορά στη διαδικασία μικροδιαφορών, το δικαστήριο θα αποστείλει στους διαδίκους το έντυπο N157 (ειδοποίηση προσδιορισμού στο δικαστήριο μικροδιαφορών), που παρέχει πληροφορίες όπως την ημερομηνία συζήτησης και τις απαιτούμενες προδικαστικές πράξεις.
Όταν το επίδικο ποσό υπερβαίνει τα 10.000£ αλλά και οι δύο διάδικοι έχουν συμφωνήσει ότι θα υπαγάγουν τη διαφορά στη διαδικασία των μικροδιαφορών, το δικαστήριο αποστέλλει το έντυπο N160 [ειδοποίηση προσδιορισμού στη διαδικασία των μικροδιαφορών (με συναίνεση των διαδίκων)]. Το εν λόγω έντυπο παρέχει επίσης πληροφορίες για την ημερομηνία συζήτησης και τις αναγκαίες προδικαστικές ενέργειες.
Εάν ο δικαστής αποφασίσει ότι η αγωγή μπορεί να εκδικαστεί αποκλειστικά στη βάση γραπτών αποδείξεων και χωρίς ανάγκη συζήτησης, το δικαστήριο αποστέλλει στους διαδίκους το έντυπο N159 [ειδοποίηση προσδιορισμού στη διαδικασία μικροδιαφορών (χωρίς συζήτηση)]. Σ’ αυτό αναγράφεται η προθεσμία εντός της οποίας ο ενάγων ή ο εναγόμενος πρέπει να απαντήσει στο δικαστήριο για το αν αντιτίθεται στην έκδοση απόφασης αποκλειστικά στη βάση γραπτών αποδείξεων. Αν ένας διάδικος έχει αντίρρηση, η αγωγή θα συζητηθεί. Ο δικαστής μπορεί να θεωρήσει την απουσία απάντησης ως συναίνεση.
Αν ένας διάδικος δεν παραστεί σε συζήτηση στην οποία δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε και ο αντίδικος, χρησιμοποιείται το Έντυπο N244 (έντυπο αίτησης) για να ζητηθεί η ακύρωση της απόφασης.
Η διαδικασία μικροδιαφορών έχει σχεδιαστεί για να είναι αρκετά απλή ώστε τα πρόσωπα που δεν εκπροσωπούνται (δηλαδή παρίστανται αυτοπροσώπως) να μπορούν να κατανοήσουν με ευκολία τη διαδικασία. Ο δικαστής θα λάβει υπόψη το αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος παρίσταται αυτοπροσώπως και θα διεξαγάγει τη δίκη με τρόπο που να επιτρέπει στον διάδικο που παρίσταται αυτοπροσώπως να κατανοεί όσα συμβαίνουν και τις δικονομικές ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβούν οι διάδικοι.
Εάν ο ενάγων ή ο εναγόμενος επιλέξει να μην έχει δικηγόρο, μπορεί να συνοδεύεται στη συζήτηση από πρόσωπο που θα μιλά για λογαριασμό του. Το εν λόγω πρόσωπο καλείται «απλός εκπρόσωπος» και μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο επιλέξει ο διάδικος, όπως ο σύζυγος, συγγενής, φίλος ή σύμβουλος. Εφόσον είναι εφικτό, ο απλός εκπρόσωπος δεν πρέπει να είναι μάρτυρας. Ο απλός εκπρόσωπος δεν μπορεί να παραστεί σε συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς το πρόσωπο που εκπροσωπεί, εκτός αν ο διάδικος έχει λάβει άδεια από το δικαστήριο που επιτρέπει στον απλό εκπρόσωπο να εκπροσωπεί μόνος του τον διάδικο.
Οι υπάλληλοι των οργανισμών παροχής συμβουλών μπορεί να μην είναι εύκολο να προσέλθουν στο δικαστήριο ως απλοί εκπρόσωποι, οπότε συνιστάται στους διαδίκους να επικοινωνούν μαζί τους το συντομότερο δυνατό, εφόσον χρειάζονται τη συνδρομή τους. Οι οργανισμοί παροχής συμβουλών θα ενημερώσουν τους διαδίκους για το αν μπορούν να παράσχουν συνδρομή. Ορισμένοι απλοί εκπρόσωποι μπορεί να ζητήσουν αμοιβή και ο διάδικος πρέπει να βεβαιωθεί ότι γνωρίζει ακριβώς το ύψος αυτής. Ο δικαστής μπορεί να διατάξει απλό εκπρόσωπο που δεν επιδεικνύει ορθή συμπεριφορά να αποχωρήσει από τη συζήτηση.
Ο διάδικος θα είναι υπεύθυνος για την πληρωμή της αμοιβής του απλού εκπροσώπου που διορίζει, ακόμη κι αν είναι ο νικητής διάδικος. Πρέπει, επομένως, να εξετάσει το αν ένα τέτοιο έξοδο δικαιολογείται από το ποσό της απαίτησης. Επιπλέον, οι απλοί εκπρόσωποι που χρεώνουν αμοιβή για τη συνδρομή τους μπορεί να μην ανήκουν σε επαγγελματικό σύλλογο και αν ο διάδικος δεν είναι ικανοποιημένος με τη συνδρομή τους δεν μπορεί να παραπονεθεί σε εποπτικό όργανο ή οργανισμό.
Συνδρομή στους διαδίκους μπορούν επίσης να παράσχουν τα Γραφεία Εξυπηρέτησης Πολιτών (
Citizens' Advice Bureau) ή τα κέντρα εξυπηρέτησης καταναλωτών.
Αγωγή μπορεί επίσης να κατατεθεί ηλεκτρονικά μέσω της υπηρεσίας Money Claim Online (
Ηλεκτρονική Επιδίωξη Χρηματικών Απαιτήσεων). Η υπηρεσία αυτή υποστηρίζεται από γραφείο εξυπηρέτησης, σε περίπτωση που απαιτείται επιπλέον συνδρομή.
Στους διαδίκους με αναπηρία προσφέρεται πρόσθετη συνδρομή. Διάδικος με αναπηρία που δεν έχει ευχερή πρόσβαση ή επικοινωνία με το δικαστήριο, πρέπει να επικοινωνήσει με το οικείο δικαστήριο, το οποίο μπορεί να είναι σε θέση να του παράσχει περαιτέρω συνδρομή.
Η διαδικασία μικροδιαφορών είναι πολύ λιγότερο τυπική διαδικασία και δεν εφαρμόζονται σ’ αυτήν οι αυστηροί κανόνες της διεξαγωγής αποδείξεων. Στη διαδικασία μικροδιαφορών εκδικάζονται απλούστερες διαφορές για μικρότερα ποσά. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει στη συζήτηση οποιαδήποτε διαδικασία κρίνει ορθή. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να διεξαγάγει αποδείξεις ενόρκως και ο δικαστής μπορεί να περιορίσει την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση αν το κρίνει σκόπιμο. Παρά ταύτα, ο δικαστής οφείλει να αιτιολογήσει την απόφαση του για περιορισμένη κατ’ αντιπαράσταση εξέταση. Ο δικαστής μπορεί να επιλέξει να εξετάσει οποιονδήποτε ή όλους τους μάρτυρες πριν παραχωρήσει σχετική άδεια σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Εάν ο δικαστής κρίνει ότι η αγωγή μπορεί να εκδικαστεί χωρίς συζήτηση, αποκλειστικά στη βάση γραπτών αποδείξεων, το δικαστήριο θα ενημερώσει σχετικά τους διαδίκους αποστέλλοντας το έντυπο N159 (βλ. παραπάνω). Στην ειδοποίηση θα αναγράφεται η προθεσμία εντός της οποίας ο ενάγων ή ο εναγόμενος πρέπει να απαντήσει στο δικαστήριο για το αν αντιτίθεται στην έκδοση απόφασης αποκλειστικά στη βάση γραπτών αποδείξεων. Αν ένας διάδικος έχει αντίρρηση, η αγωγή θα συζητηθεί. Ο δικαστής μπορεί να θεωρήσει την απουσία απάντησης ως συναίνεση. Εάν κανένας διάδικος δεν αντιταχθεί στην απόφαση του δικαστή για μη διεξαγωγή συζήτησης, η διαφορά θα εκδικαστεί βάσει εγγράφων.
Στην Αγγλία και Ουαλία οι δικαστικές αποφάσεις περιλαμβάνουν κατά κανόνα μόνο την απόφαση του δικαστή και τις τυχόν διαταγές προς τους διαδίκους. Ο δικαστής, ωστόσο, οφείλει να μνημονεύσει την κύρια αιτιολογία της απόφασής του, εκτός αν η απόφαση είναι προφορική και μαγνητοφωνείται από το δικαστήριο. Ο δικαστής μπορεί να εκθέσει την αιτιολογία της απόφασης με όσο σύντομο και απλό τρόπο επιτρέπεται από τη φύση της διαφοράς. Κατά κανόνα θα το πράξει προφορικά στη συζήτηση, αλλά μπορεί να το κάνει και μεταγενέστερα γραπτώς ή σε συζήτηση που ορίζεται γι’ αυτό τον λόγο. Εάν ο δικαστής εκδώσει απόφαση χωρίς συζήτηση, οφείλει να καταρτίσει υπόμνημα με την αιτιολογία της απόφασης και το δικαστήριο θα αποστείλει αντίγραφο σε κάθε διάδικο.
Υπάρχουν περιορισμοί για την επιστροφή εξόδων. Επί του παρόντος ο νικητής διάδικος μπορεί να ζητήσει επιστροφή των παρακάτω εξόδων:
Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στον δικτυακό τόπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Εάν ο ηττηθείς διάδικος επιθυμεί να προσβάλει την απόφαση δικαστή, θα χρειαστεί άδεια. Εάν ο εν λόγω διάδικος παρίσταται στη συζήτηση (εκπροσωπούμενος ή αυτοπροσώπως) κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, μπορεί να ζητήσει από τον δικαστή άδεια στο τέλος της συζήτησης.
Ο διάδικος που προτίθεται να προσβάλει την απόφαση πρέπει να έχει βάσιμους λόγους. Δεν αρκεί να είναι αντίθετος στην απόφαση του δικαστή, επειδή θεωρεί ότι εκδόθηκε λάθος απόφαση.
Ο διάδικος που προτίθεται να ασκήσει έφεση πρέπει να ενεργήσει ταχέως. Η προθεσμία εντός της οποίας ο εφεσιβάλλων διάδικος πρέπει να ασκήσει την έφεσή του είναι περιορισμένη.
Εάν ο ηττηθείς διάδικος δεν παρέστη και δεν εκπροσωπήθηκε στη συζήτηση, μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης και την επανάληψη της δίκης (ανακοπή ερημοδικίας).
Ο εν λόγω διάδικος πρέπει να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας το αργότερο σε 14 ημέρες μετά την παραλαβή της απόφασης. Για την άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας ο διάδικος πρέπει να λάβει από το δικαστήριο το Έντυπο N244 (έντυπο αίτησης).
Το δικαστήριο θα ενημερώσει τους διαδίκους για την ημερομηνία που θα πρέπει να προσέλθουν στο δικαστήριο για τη συζήτηση της ανακοπής ερημοδικίας ενώπιον δικαστή.
Ο δικαστής θα κάνει δεκτή την ανακοπή ερημοδικίας και θα ακυρώσει την απόφαση μόνο αν:
ο διάδικος που εκπροσωπείται ή παρίσταται αυτοπροσώπως είχε βάσιμους λόγους για το γεγονός ότι
και έχει βάσιμες πιθανότητες να νικήσει στην επαναληπτική συζήτηση.
Εάν η ανακοπή του διαδίκου γίνει δεκτή και η απόφαση ακυρωθεί, το δικαστήριο θα ορίσει νέα ημερομηνία συζήτησης για τη διαφορά. Σε περίπτωση σαφούς απαίτησης, ο δικαστής μπορεί να αποφασίσει ότι θα εκδικάσει την υπόθεση αμέσως μετά τη συζήτηση της ανακοπής.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στη Βόρεια Ιρλανδία υπάρχει διαδικασία μικροδιαφορών. Τα δικαστήρια μικροδιαφορών είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να επιτρέπουν την άτυπη έκδοση αποφάσεων επί ορισμένων ειδών μικροδιαφορών από το περιφερειακό δικαστήριο (county court), συνήθως χωρίς να απαιτείται νομική εκπροσώπηση.
Γενικά, μπορεί να γίνει χρήση της διαδικασίας μικροδιαφορών όταν το χρηματικό ποσό ή η αξία των επίδικων αγαθών δεν υπερβαίνει τις 3.000 GBP. Ωστόσο, ορισμένα είδη απαιτήσεων εξαιρούνται, για παράδειγμα, απαιτήσεις που αφορούν σωματικές βλάβες, δυσφήμιση δια του Τύπου ή συκοφαντική δυσφήμιση, κληρονομία ή ετήσια πρόσοδο, κυριότητα ακινήτων, κοινή περιουσία των συζύγων και τροχαία ατυχήματα.
Η διαδικασία είναι προαιρετική και ο δικαστής έχει τη δυνατότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, να παραπέμψει την αίτηση στο περιφερειακό δικαστήριο (county court).
Στους κανόνες (της Βόρειας Ιρλανδίας) σχετικά με τα περιφερειακά δικαστήρια του 1981 [County Court Rules (Northern Ireland) 1981] (S.R.1981 αριθ. 225) περιέχονται έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία μικροδιαφορών. Προβλέπονται έντυπα για την άσκηση αγωγής, την αμφισβήτηση της απαίτησης και την ανάληψη ευθύνης. Προβλέπεται επίσης έντυπο αίτησης για έκδοση ερήμην απόφασης καθώς και έντυπο για την ακύρωση της απόφασης.
Η διαδικασία μικροδιαφορών είναι άτυπη εκ σχεδιασμού. Το προσωπικό του δικαστηρίου δύναται να σας συνδράμει κατά τη συμπλήρωση των απαραίτητων εντύπων και να σας εξηγήσει τη διαδικασία. Ωστόσο, δεν μπορεί να σας παράσχει νομικές συμβουλές.
Συνδρομή στους διαδίκους μπορούν επίσης να προσφέρουν το Γραφείο Παροχής Συμβουλών στους Πολίτες (Citizens’ Advice Bureau) και τα κέντρα παροχής συμβουλών στους καταναλωτές.
Αν ένας εκ των διαδίκων έχει αναπηρία η οποία δυσχεραίνει τη μετάβαση στο δικαστήριο ή την επικοινωνία, θα πρέπει να έρθει σε επαφή με τον υπεύθυνο του αρμόδιου δικαστηρίου για την εξυπηρέτηση του κοινού, ο οποίος μπορεί να είναι σε θέση να παράσχει περαιτέρω συνδρομή.
Η διαδικασία μικροδιαφορών είναι άτυπη και δεν εφαρμόζονται σ’ αυτήν οι αυστηροί κανόνες απόδειξης. Συνεπώς, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη μέθοδο ακροαματικής διαδικασίας που κρίνει δίκαιη. Όλοι οι διάδικοι οφείλουν, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης νομικής ένστασης, να δεχτούν να εξεταστούν από τον δικαστή ενόρκως.
Εάν η υπόθεση δεν αμφισβητηθεί και αφορά συγκεκριμένο ποσό, η αγωγή μπορεί να εκδικαστεί χωρίς προφορική συζήτηση με τη χρήση μόνο γραπτών αποδεικτικών στοιχείων. Αυτό είναι γνωστό ως ερήμην απόφαση.
Ο δικαστής συνήθως εκδίδει προφορική απόφαση με συνοπτική αιτιολογία. Ωστόσο, μπορεί να επιλέξει να εκδώσει γραπτή απόφαση.
Προβλέπονται περιορισμοί για την επιστροφή εξόδων. Επί του παρόντος, ο δικαστής μπορεί να διατάξει την καταβολή των ακόλουθων εξόδων:
Σε περίπτωση κακόπιστης συμπεριφοράς ενός διαδίκου, ο δικαστής μπορεί να τον καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα. Σε περίπτωση κίνησης της διαδικασίας αρμοδίως ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου (county court), ο δικαστής μπορεί να επιδικάσει τα δέοντα έξοδα.
Όταν ο ηττηθείς διάδικος είτε ήταν παρών είτε εκπροσωπήθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, έφεση μπορεί να ασκηθεί μόνον, αφού ζητηθεί από τον δικαστή να αιτιολογήσει την απόφασή του, με προσφυγή ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court) ώστε να αποφανθεί κατά πόσον η απόφαση του δικαστή ήταν νομικώς ορθή.
Σε περίπτωση που ο ηττηθείς διάδικος δεν ήταν παρών ούτε εκπροσωπήθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και ο ηττηθείς διάδικος έρχεται σε επαφή με τη γραμματεία μικροδιαφορών, μετά την έκδοση τυχόν διαταγής ή απόφασης, για να δηλώσει ότι δεν έλαβε την αίτηση, ή δεν την έλαβε εγκαίρως ώστε να απαντήσει, ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο δεν απάντησε εγκαίρως, τότε θα του ζητηθεί να υποβάλει αίτηση ακύρωσης της διαταγής. Στον νικήσαντα διάδικο αποστέλλεται αντίγραφο της αίτησης και καλείται να απαντήσει εγγράφως σ’ αυτήν εντός 14 ημερών. Ο δικαστής, αφού εξετάσει την αίτηση και την τυχόν απάντηση, μπορεί είτε:
Ομοίως, εάν τα έγγραφα που απευθύνονταν στον ηττηθέντα διάδικο επιστραφούν στη γραμματεία μικροδιαφορών από το ταχυδρομείο και είναι σαφές ότι δεν γνώριζε την άσκηση της αγωγής, τότε η γραμματεία του δικαστηρίου ζητά από τον δικαστή να ανακαλέσει τυχόν διαταγή που έχει εκδοθεί και επικοινωνεί με τον νικήσαντα διάδικο για την παροχή πρόσθετων πληροφοριών, π.χ. νέας διεύθυνσης του εναγομένου.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες διατίθενται στον ιστότοπο της Δικαστικής Υπηρεσίας της Βόρειας Ιρλανδίας (Northern Ireland Courts and Tribunals Service).
Συνδρομή σε διαδίκους με αναπηρία
Ορισμένες γραμματείες δικαστηρίων έχουν ορίσει αρμοδίους για την εξυπηρέτηση του κοινού που ενδέχεται να είναι σε θέση να συνδράμουν. Εάν δεν μπορούν να συνδράμουν, ο διάδικος με αναπηρία μπορεί να επικοινωνήσει με το κέντρο πληροφοριών της δικαστικής υπηρεσίας στο τηλέφωνο + 44 300 200 7812.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στη Σκωτία, πριν από την 28η Νοεμβρίου 2016, τα πρωτοβάθμια περιφερειακά δικαστήρια (Sheriff Courts) διέθεταν διαδικασία μικροδιαφορών που αποτελούσε απλουστευμένη διαδικασία και αφορούσε χρηματικές απαιτήσεις έως το ανώτατο ποσό των 3.000 GBP.
Από την 28η Νοεμβρίου 2016, εισήχθη νέα μορφή διαδικασίας, γνωστή ως απλή διαδικασία.
Η αμέσως ανώτερη κατά ποσό διαδικασία ονομάζεται συνοπτική διαδικασία (Summary Cause), αφορά υποθέσεις με αντικείμενο έως 5.000 GBP και είναι ελαφρώς πιο περίπλοκη από την απλή διαδικασία.
Απλή διαδικασία
Από την 28η Νοεμβρίου 2016, οποιοσδήποτε εγείρει αξίωση η οποία έχει χρηματική αξία μέχρι του ποσού των 5.000 GBP και η οποία έχει ως αντικείμενο καταβολή χρημάτων, παράδοση, ανάκτηση της κατοχής κινητής περιουσίας ή αξίωση να υποχρεωθεί κάποιος σε ορισμένη πράξη, θα πρέπει να κάνει χρήση της απλής διαδικασίας.
Η απλή διαδικασία αποτελεί δικαστική διαδικασία που αποσκοπεί στην ταχεία, μη δαπανηρή και άτυπη επίλυση διαφορών των οποίων η χρηματική αξία δεν υπερβαίνει τις 5.000 GBP.
Ο ενάγων ασκεί αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου (Sheriff Court). Ο καθ’ ου η αγωγή καλείται εναγόμενος. Επί της αγωγής αποφαίνεται οριστικά ο δικαστής (sheriff ή summary sheriff). Δεν χρειάζεται να εκπροσωπηθείτε από δικηγόρο κατά την απλή διαδικασία, αλλά μπορείτε αν το επιθυμείτε.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την απλή διαδικασία διατίθενται στον ιστότοπο της Δικαστικής Υπηρεσίας της Σκωτίας (Scottish Courts and Tribunals Service).
Η απλή διαδικασία αντικαθιστά την προηγούμενη διαδικασία μικροδιαφορών. Αντικαθιστά επίσης τη συνοπτική διαδικασία, αλλά μόνον όσον αφορά αγωγές με αντικείμενο καταβολή χρημάτων, παράδοση ή ανάκτηση της κατοχής κινητής περιουσίας ή αγωγές με αντικείμενο να υποχρεωθεί κάποιος σε ορισμένη πράξη.
Οι αγωγές κατά τη συνοπτική διαδικασία μπορούν να ασκηθούν ως ειδικές αγωγές απόδοσης (actions of furthcoming — είδος αγωγής που ασκείται για την απόδοση χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων), αγωγές λογοδοσίας και πληρωμής, απόδοσης κατοχής κληρονομιαίας περιουσίας, παράδοσης και προσωρινής διατροφής. Αν υπάρχει επικουρικό αίτημα καταβολής, αυτό θα πρέπει να αφορά ποσό κάτω των 5.000 GBP.
Αγωγή που ασκείται είτε κατά την απλή διαδικασία είτε κατά τη συνοπτική διαδικασία υπόκειται στους κανόνες του δικαστηρίου, οι οποίοι είναι υποχρεωτικοί. Οι εν λόγω κανόνες διατίθενται στον ιστότοπο της Δικαστικής Υπηρεσίας της Σκωτίας (Scottish Courts and Tribunals Service).
Υπάρχουν ειδικά έντυπα για όλα τα στάδια της απλής διαδικασίας και της συνοπτικής διαδικασίας, π.χ. έντυπο αγωγής / κλήτευσης για την επίσπευση της συζήτησης, έντυπο απόφασης / αποσπάσματος απόφασης. Είναι υποχρεωτικό να χρησιμοποιούνται τα έντυπα που καθορίζονται στους κανόνες περί απλής διαδικασίας του 2016 και στους κανόνες περί συνοπτικής διαδικασίας του 2002. Τα εν λόγω έντυπα διατίθενται στον ιστότοπο της Δικαστικής Υπηρεσίας της Σκωτίας (Scottish Courts and Tribunals Service).
Το γραφείο του δικαστικού γραμματέα (Sheriff Clerk's Office) μπορεί να συνδράμει στη συμπλήρωση του εντύπου της αίτησης (έντυπο 3Α), ενώ υπηρεσίες παροχής συμβουλών, όπως το Γραφείο Παροχής Συμβουλών στους Πολίτες (Citizens Advice Bureau), παρέχουν επίσης συνδρομή. Εάν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την απλή διαδικασία, πρέπει να επικοινωνήσετε με το πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο (Sheriff Court) του τόπου κατοικίας του ενάγοντος.
Πληροφορίες σχετικά με τα πρωτοβάθμια περιφερειακά δικαστήρια (Sheriff Courts) στη Σκωτία διατίθενται στον ιστότοπο της Δικαστικής Υπηρεσίας της Σκωτίας (Scottish Courts and Tribunals Service).
Η συζήτηση στο πλαίσιο της απλής διαδικασίας διεξάγεται άτυπα, στον βαθμό που το επιτρέπουν οι περιστάσεις της αγωγής. Ο δικαστής (Sheriff ή summary Sheriff) εξηγεί τυχόν νομικούς όρους ή εκφράσεις που χρησιμοποιούνται. Έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομίζονται στο δικαστήριο και οι κανόνες της απλής διαδικασίας καθορίζουν τις διαδικασίες προς τον σκοπό αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που πρέπει να αποστέλλονται είτε στον ενάγοντα είτε στον εναγόμενο, καθώς και των τυχόν ισχυουσών προθεσμιών για την προσκόμιση εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων.
Η διαδικασία είναι εξ ολοκλήρου γραπτή αν η αγωγή δεν αμφισβητηθεί. Ωστόσο, σε περίπτωση αμφισβήτησης, η υπόθεση μπορεί να εισαχθεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου ή, εναλλακτικά, ο δικαστής (Sheriff ή summary Sheriff) μπορεί να εκδώσει απόφαση χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο.
Ο δικαστής (Sheriff ή summary Sheriff) μπορεί επίσης να αποφασίσει τη διεξαγωγή συζήτησης για τη διαχείριση της υπόθεσης. Η συζήτηση για τη διαχείριση της υπόθεσης διεξάγεται στην αίθουσα του δικαστηρίου ή οπουδήποτε αλλού ορίσει ο δικαστής (Sheriff ή summary Sheriff. Ο δικαστής (Sheriff ή summary Sheriff) αποφασίζει επίσης πώς θα διεξαχθεί η συζήτηση, για παράδειγμα, με βιντεοδιάσκεψη, τηλεδιάσκεψη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή αποφασίσει.
Κατά τη λήξη της συζήτησης στο ακροατήριο, ο δικαστής (Sheriff ή summary Sheriff) μπορεί είτε να εκδώσει επί τόπου απόφαση ή να επιφυλαχθεί να αποφασίσει σε μεταγενέστερο χρόνο. Όταν ο δικαστής (Sheriff ή summary Sheriff) επιφυλάσσεται να αποφασίσει σε μεταγενέστερο χρόνο, η απόφαση πρέπει να εκδίδεται εντός 4 εβδομάδων από την ημερομηνία της συζήτησης στο ακροατήριο.
Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης αντιμωλία των διαδίκων, ο δικαστής (Sheriff ή summary Sheriff) πρέπει να αιτιολογεί την εν λόγω απόφαση. Όταν επιφυλάσσεται να αποφασίσει σε μεταγενέστερο χρόνο, πρέπει να συντάσσει σημείωμα στο οποίο να αιτιολογεί την απόφαση.
Κανονικά δεν επιδικάζονται δαπάνες στο πλαίσιο της απλής διαδικασίας, όταν η αξία της απαίτησης είναι μικρότερη ή ίση με 300 GBP.
Εάν η αξία της απαίτησης είναι υψηλότερη από 300 GBP αλλά χαμηλότερη ή ίση με 1.500 GBP, το ανώτατο ποσό των δαπανών που μπορούν κανονικά να επιδικαστούν από το δικαστήριο στον νικήσαντα διάδικο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 150 GBP.
Εάν η αξία της απαίτησης είναι υψηλότερη από 1.500 GBP αλλά χαμηλότερη ή ίση με 3.000 GBP, το ανώτατο ποσό των δαπανών που μπορούν κανονικά να επιδικαστούν από το δικαστήριο στον νικήσαντα διάδικο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10 % της αξίας της απαίτησης.
Για απαιτήσεις των οποίων η αξία κυμαίνεται μεταξύ 3.001 GBP και 5.000 GBP, ισχύει ομοίως ο γενικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο ηττηθείς διάδικος καταβάλλει τις δαπάνες του νικήσαντος διαδίκου. Εάν ο ένας διάδικος έχει δικηγόρο, οι εν λόγω δαπάνες πιθανόν να είναι υψηλότερες. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες διατίθενται στον ιστότοπο της Δικαστικής Υπηρεσίας της Σκωτίας (Scottish Courts and Tribunals Service).
Οι αγωγές κατά τη συνοπτική διαδικασία δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς και ο δικαστικός γραμματέας (Sheriff Clerk) συντάσσει λογαριασμό δαπανών, ο οποίος στη συνέχεια εγκρίνεται από τον δικαστή (Sheriff ή summary Sheriff).
Κατά απόφασης που εκδόθηκε κατά την απλή διαδικασία μπορεί να ασκηθεί έφεση. Η έφεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου (Sheriff Appeal Court) πρέπει να ασκείται με δικόγραφο έφεσης επί του εντύπου 16Α και να κατατίθεται στο δικαστήριο που έκρινε την αγωγή κατά την απλή διαδικασία, εντός 4 εβδομάδων από την αποστολή του εντύπου απόφασης από τον δικαστικό γραμματέα (Sheriff Clerk) στον νικήσαντα διάδικο. Για την έφεση κατά αποφάσεων της συνοπτικής διαδικασίας προβλέπονται χωριστές διατάξεις, ενώ περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στον ιστότοπο της Δικαστικής Υπηρεσίας της Σκωτίας (Scottish Courts and Tribunals Service).
Ωστόσο, σε υπόθεση κατά την απλή διαδικασία που δεν αμφισβητείται, μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου αίτηση για την ανάκληση απόφασης του δικαστή (Sheriff ή summary Sheriff). Αυτό μπορεί να γίνει σε ορισμένες περιπτώσεις και η αίτηση πρέπει να υποβληθεί με χρήση του εντύπου 13Β. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ανάκλησης απόφασης διατίθενται στον ιστότοπο της Δικαστικής Υπηρεσίας της Σκωτίας (Scottish Courts and Tribunals Service).
Ο ιστότοπος της Δικαστικής Υπηρεσίας της Σκωτίας (Scottish Courts and Tribunals Service) περιλαμβάνει τους κανόνες περί τακτικής, συνοπτικής και απλής διαδικασίας.
Summary Sheriff (Δικαστής)
Η θέση του summary sheriff (δικαστή) καθιερώθηκε με τον νόμο (της Σκωτίας) για τη μεταρρύθμιση των δικαστηρίων του 2014 [Courts Reform (Scotland) Act 2014]. Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στον ιστότοπο του Δικαστικού Σώματος της Σκωτίας.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.
Στο Γιβραλτάρ, το ανώτατο δικαστήριο (Supreme Court) είναι αρμόδιο για την επίλυση μικροδιαφορών η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως «διαδικασία μικροδιαφορών» (small claims track). Στη διαδικασία μικροδιαφορών υπάγονται οι απαιτήσεις που δεν ξεπερνούν το χρηματικό όριο των 10.000 λιρών στερλινών. Ωστόσο, η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν είναι ο μόνος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη. Άλλα ζητήματα που λαμβάνονται υπόψη είναι, ενδεικτικά, το είδος της αξίωσης, ο όγκος και το είδος της προετοιμασίας που απαιτείται για τη δίκαιη εξέταση της υπόθεσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, απλές υποθέσεις με αξία μεγαλύτερη των 10.000 λιρών στερλινών μπορούν να εκδικαστούν κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών υπό την προϋπόθεση ότι συναινούν σ’ αυτό και ο ενάγων και ο εναγόμενος.
Κατά την εξέταση των ισχυρισμών του ενάγοντος και του εναγομένου και προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με την υπαγωγή της υπόθεσης στη διαδικασία μικροδιαφορών ή την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, ο δικαστής λαμβάνει υπόψη τους εξής παράγοντες:
Ο δικαστής λαμβάνει επίσης υπόψη τον όγκο και το είδος της προετοιμασίας που απαιτείται για τη δίκαιη εξέταση της υπόθεσης προκειμένου να αποφασίσει αν η απόφαση θα υπαχθεί στη διαδικασία μικροδιαφορών. Ο δικαστής συνεκτιμά το γεγονός ότι η εν λόγω διαδικασία προορίζεται να είναι απλή, ώστε οι πολίτες να διεκπεραιώνουν μόνοι τους τις υποθέσεις τους, δίχως τη συνδρομή νομικού συμβούλου (solicitor), εφόσον το επιθυμούν. Για παράδειγμα, η αγωγή θα πρέπει να απαιτεί ελάχιστη προετοιμασία για την τελική ακρόαση. Οι υποθέσεις που εκδικάζονται με τη διαδικασία μικροδιαφορών κατά κανόνα δεν απαιτούν την εξέταση πολλών μαρτύρων και δεν άπτονται σύνθετων νομικών ζητημάτων.
Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 10.000 λιρών στερλινών, αλλά αφορά αξίωση που απορρέει από σωματική βλάβη ή τη μη επισκευή χώρων κατοικίας καθώς και από ζημίες που προκύπτουν από τη μη επισκευή, η υπόθεση δεν δύναται να υπαχθεί στη διαδικασία μικροδιαφορών. Εξαίρεση αποτελούν οι αξιώσεις για σωματική βλάβη, μη επισκευή και ζημίες, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις 1.000 λίρες στερλίνες η κάθε μία.
Σε περίπτωση που υπαχθεί στη διαδικασία μικροδιαφορών διαφορά το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 10.000 λιρών στερλινών, εφαρμόζονται διαφορετικοί κανόνες για τα δικαστικά έξοδα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο νικήσας διάδικος μπορεί να ζητήσει από τον ηττηθέντα διάδικο επιστροφή των εξόδων, συμπεριλαμβανόμενης και της αμοιβής του νομικού συμβούλου. Ωστόσο, τα εν λόγω έξοδα δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ποσό των εξόδων που θα επιδικαζόταν αν η υπόθεση είχε εκδικαστεί κατά τη διαδικασία διαφορών με αντικείμενο μεσαίας αξίας («fast track»). Παρακάτω παρατίθενται περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τα έξοδα.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες υποθέσεις με αντικείμενο αξίας έως 10.000 λίρες στερλίνες εκδικάζονται με τη διαδικασία μικροδιαφορών, η υπαγωγή σ’ αυτή τη διαδικασία δεν γίνεται αυτόματα. Προκειμένου να αποφασίσει ποια θα διαδικασία θα εφαρμοστεί για την εκδίκαση της υπόθεσης, ο δικαστής εξετάζει τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Ο δικαστής μπορεί να επιλέξει να εκδικάσει την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία αντί της διαδικασίας μικροδιαφορών, ακόμα κι αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς είναι μικρότερη των 10.000 λιρών στερλινών.
Όταν μία αξίωση αμφισβητείται (ή αντικρούεται), επιδίδεται αντίγραφο των αμυντικών ισχυρισμών του εναγομένου στον ενάγοντα. Επίσης, οι διάδικοι οφείλουν να υποβάλουν το «Ερωτηματολόγιο για την κατανομή υποθέσεων - Allocation Questionnaire». Οι πληροφορίες που παρέχουν οι διάδικοι στο ερωτηματολόγιο βοηθούν τον δικαστή να αποφασίσει ποια διαδικασία είναι η πλέον κατάλληλη για την εκδίκαση της υπόθεσης. Αν ένας εκ των διαδίκων θεωρεί ότι η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί ως μικροδιαφορά κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών, πρέπει να το αναφέρει στο ερωτηματολόγιο. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος και του εναγομένου λαμβάνονται υπόψη, εναπόκειται στον δικαστή να αποφασίσει σε ποια διαδικασία θα υπαχθεί η υπόθεση.
Όπως περιγράφεται ανωτέρω, ο δικαστής μπορεί να αποφασίσει να εκδικάσει μια υπόθεση που αφορά απαίτηση αξίας μικρότερης των 10.000 λιρών στερλινών κατά την τακτική διαδικασία. Αυτό γίνεται στην αρχή της υπόθεσης.
Είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή να παραπέμψει την υπόθεση από τη διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών στην τακτική διαδικασία, αν το κρίνει αναγκαίο. Στην περίπτωση που μια διαφορά υπαχθεί στη διαδικασία μικροδιαφορών και στη συνέχεια υπαχθεί σε άλλη διαδικασία, δεν εφαρμόζονται οι κανόνες για τα έξοδα της διαδικασίας μικροδιαφορών μετά την υπαγωγή της διαφοράς σε άλλη διαδικασία. Οι κανόνες για τα έξοδα της διαδικασίας διαφορών με αντικείμενο μεσαίας αξίας («fast track») ή με αντικείμενο μεγάλης αξίας («multi-track») εφαρμόζονται από την ημερομηνία της εκ νέου υπαγωγής.
Υπάρχουν συγκεκριμένα έντυπα που πρέπει να συμπληρωθούν στη διαδικασία των μικροδιαφορών. Η χρήση τους είναι υποχρεωτική.
Για να ασκήσει την αγωγή, ο ενάγων πρέπει να συμπληρώσει το έντυπο Ν1, το οποίο παρέχει στον ενάγοντα και τον εναγόμενο επεξηγήσεις σχετικά με τη συμπλήρωση. Όταν ο ενάγων συμπληρώσει το έντυπο, θα πρέπει να υποβάλει ένα αντίγραφο για τον ίδιο, ένα αντίγραφο για το δικαστήριο και ένα αντίγραφο για κάθε εναγόμενο. Το δικαστήριο επιδίδει ένα αντίγραφο σε κάθε εναγόμενο. Περαιτέρω πληροφορίες είναι διαθέσιμες στη σελίδα Προσφυγή σε Δικαστήριο.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αν υποβληθεί υπόμνημα αντίκρουσης, το δικαστήριο επιδίδει αντίγραφο του υπομνήματος αντίκρουσης στον ενάγοντα και τα ερωτηματολόγια για την κατανομή υποθέσεων και στους δύο διαδίκους.
Αν ο δικαστής αποφασίσει να υπαγάγει την υπόθεση στη διαδικασία μικροδιαφορών, το δικαστήριο επιδίδει στους διαδίκους το έντυπο Ν157 (γνωστοποίηση υπαγωγής της διαφοράς στο δικαστήριο μικροδιαφορών), το οποίο παρέχει πληροφορίες για την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζήτησης και τα βήματα τα οποία πρέπει να ακολουθήσουν οι διάδικοι στο πλαίσιο της προετοιμασίας.
Όταν η αξία του αντικειμένου διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 10.000 λιρών στερλινών, αλλά και οι δύο διάδικοι έχουν συμφωνήσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών, το δικαστήριο επιδίδει το έντυπο Ν160 [γνωστοποίηση υπαγωγής της διαφοράς στη διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών (με τη συναίνεση των διαδίκων)]. Το εν λόγω έντυπο παρέχει επίσης πληροφορίες για την ημερομηνία της ακρόασης και τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουν οι διάδικοι για να προετοιμαστούν.
Σε περίπτωση που ο δικαστής αποφασίσει ότι η εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να γίνει αποκλειστικά με έγγραφες αποδείξεις και χωρίς να απαιτείται ακρόαση, το δικαστήριο επιδίδει στους διαδίκους το έντυπο Ν159 [γνωστοποίηση υπαγωγής της διαφοράς στη διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών (άνευ ακρόασης)]. Το εν λόγω έντυπο καθορίζει την προθεσμία που έχουν στη διάθεσή τους ο ενάγων και ο εναγόμενος για να ενημερώσουν το δικαστήριο σε περίπτωση που επιθυμούν να προβάλουν ένσταση κατά της έκδοσης απόφασης αποκλειστικά βάσει έγγραφων αποδείξεων. Αν κάποιος από τους διαδίκους προβάλει ένσταση, τότε διεξάγεται ακρόαση για την εκδίκαση της διαφοράς. Ο δικαστής μπορεί να εκλάβει την απουσία απάντησης ως συναίνεση.
Σε περίπτωση που ένας εκ των διαδίκων δεν παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλά κανείς εκ των διαδίκων δεν ήταν παρών ή δεν εκπροσωπήθηκε σ’ αυτήν, είναι δυνατή η υποβολή αίτησης ακύρωσης της απόφασης με κατάθεση του εντύπου Ν244.
Η διαδικασία μικροδιαφορών έχει σχεδιαστεί με σκοπό να είναι απλή, ώστε οι πολίτες που εκπροσωπούν τον εαυτό τους (αυτοπροσώπως παριστάμενοι) να έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν εύκολα τη διαδικασία. Σε περίπτωση που είτε ο ενάγων είτε ο εναγόμενος παρίσταται αυτοπροσώπως, αυτό λαμβάνεται υπόψη από τον δικαστή, ο οποίος προβαίνει στη διεξαγωγή της διαδικασίας με τρόπο ώστε ο αυτοπροσώπως παριστάμενος διάδικος να μπορεί να κατανοήσει τι συμβαίνει και τι απαιτείται από τους διαδίκους όσον αφορά τη διαδικασία.
Αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος επιλέξει να μην εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, μπορεί να παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο που μπορεί να μιλήσει εκ μέρους του. Το πρόσωπο αυτό καλείται απλός αντιπρόσωπος (lay representative) και μπορεί να είναι όποιο πρόσωπο επιλέξει ο διάδικος, όπως σύζυγος, συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο ή επαγγελματίας σύμβουλος. Αν είναι δυνατόν, ο απλός αντιπρόσωπος δεν θα πρέπει να έχει την ιδιότητα του μάρτυρα. Ο απλός αντιπρόσωπος δεν μπορεί να παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση χωρίς το πρόσωπο το οποίο εκπροσωπεί, εκτός αν, κατόπιν άδειας του δικαστηρίου που έχει λάβει ο διάδικος, ο απλός αντιπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπήσει τον διάδικο απουσία του τελευταίου.
Οι οργανισμοί παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών μπορεί να δυσκολευτούν να αποδεσμεύσουν μέλη του προσωπικού τους με σκοπό αυτά να παραστούν ως απλοί αντιπρόσωποι σε ακροαματικές διαδικασίες, και συνεπώς, συνιστάται στους διαδίκους να επικοινωνούν με τους εν λόγω οργανισμούς το συντομότερο δυνατό, εφόσον η συνδρομή τους κρίνεται απαραίτητη. Οι οργανισμοί παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών ενημερώνουν τους διαδίκους εάν έχουν ή όχι τη δυνατότητα να τους παράσχουν συνδρομή. Ορισμένοι απλοί αντιπρόσωποι μπορεί να ζητήσουν αμοιβή και ο διάδικος πρέπει να βεβαιωθεί ότι θα λάβει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ύψος της εν λόγω αμοιβής. Ο δικαστής μπορεί να ζητήσει από απλό αντιπρόσωπο ο οποίος φέρεται ανάρμοστα να αποχωρήσει από την ακροαματική διαδικασία.
Ο διάδικος υποχρεούται να καταβάλει την αμοιβή του απλού αντιπροσώπου που όρισε ο ίδιος, ακόμα και στην περίπτωση που κερδίσει την υπόθεση. Συνεπώς, οι διάδικοι θα πρέπει να εξετάζουν κατά πόσο το διεκδικούμενο ποσό αξίζει ένα τέτοιο έξοδο. Επιπροσθέτως, οι απλοί αντιπρόσωποι που ζητούν αμοιβή για την παροχή συνδρομής ενδέχεται να μην ανήκουν σε επαγγελματική οργάνωση και, συνεπώς, αν ο διάδικος δεν είναι ικανοποιημένος με την εν λόγω συνδρομή, δεν θα έχει τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία σε ρυθμιστικό φορέα ή οργάνωση.
Στους διαδίκους με αναπηρία παρέχεται πρόσθετη συνδρομή. Αν ένας εκ των διαδίκων έχει αναπηρία η οποία δυσχεραίνει τη μετάβαση στο δικαστήριο ή την επικοινωνία, θα πρέπει να επικοινωνήσει με το αρμόδιο δικαστήριο το οποίο μπορεί να είναι σε θέση να παράσχει περαιτέρω συνδρομή.
Η διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών είναι αρκετά άτυπη και δεν εφαρμόζονται σ’ αυτήν οι αυστηροί κανόνες απόδειξης. Η διαδικασία επίλυσης μικροδιαφορών αφορά απλούστερες υποθέσεις χαμηλής αξίας. Συνεπώς, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη μέθοδο ακροαματικής διαδικασίας που θεωρεί δίκαιη. Το δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει τους μάρτυρες ενόρκως και ο δικαστής μπορεί να περιορίσει την κατ' αντιπαράσταση εξέταση αν το κρίνει απαραίτητο. Ωστόσο, ο δικαστής υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του περί περιορισμού της κατ’ αντιπαράσταση εξέτασης. Ο δικαστής μπορεί να απευθύνει ερωτήσεις σε ορισμένους ή σε όλους τους μάρτυρες, πριν επιτρέψει την υποβολή ερωτήσεων από άλλους.
Αν ο δικαστής κρίνει ότι η διαφορά μπορεί να εκδικασθεί χωρίς ακρόαση, αποκλειστικά βάσει έγγραφων αποδείξεων, το δικαστήριο συμβουλεύει τους διαδίκους να συμπληρώσουν το έντυπο Ν159 (βλ. ανωτέρω). Η εν λόγω γνωστοποίηση ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας ο ενάγων και ο εναγόμενος πρέπει να ενημερώσουν το δικαστήριο αν επιθυμούν να προβάλουν ένσταση κατά της έκδοσης απόφασης αποκλειστικά βάσει έγγραφων αποδείξεων. Αν κάποιος από τους διαδίκους προβάλει ένσταση, τότε διεξάγεται ακρόαση για την εκδίκαση της διαφοράς. Ο δικαστής μπορεί να εκλάβει την απουσία απάντησης ως συναίνεση. Εφόσον κανείς εκ των διαδίκων δεν προβάλει ένσταση κατά της απόφασης του δικαστή περί μη διεξαγωγής ακρόασης, η υπόθεση μπορεί να εξεταστεί αποκλειστικά βάσει έγγραφης διαδικασίας.
Στο Γιβραλτάρ, στις δικαστικές αποφάσεις καταγράφεται μόνο η απόφαση του δικαστή και τυχόν διατάξεις προς τους διαδίκους. Ωστόσο, ο δικαστής υποχρεούται να παραθέσει τους κύριους λόγους στους οποίους στήριξε την απόφασή του, εκτός αν η απόφαση δημοσιευθεί προφορικά και ηχογραφηθεί από το δικαστήριο. Ο δικαστής έχει το δικαίωμα να αιτιολογήσει την απόφασή του όσο πιο σύντομα και απλά επιτρέπει η φύση της εν λόγω υπόθεσης. Κατά κανόνα, ο δικαστής παραθέτει την αιτιολογία του προφορικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλά έχει τη δυνατότητα να την παράσχει είτε εγγράφως είτε σε ακρόαση που διεξάγεται αποκλειστικά γι’ αυτόν τον σκοπό. Σε περίπτωση που ο δικαστής είχε αποφασίσει να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ακρόαση, έχει την υποχρέωση να συντάξει σημείωμα που περιέχει την αιτιολογία του, και αντίγραφο του οποίου επιδίδεται από το δικαστήριο σε κάθε διάδικο.
Προβλέπονται περιορισμοί για την επιστροφή εξόδων. Ο νικήσας διάδικος έχει επί του παρόντος τη δυνατότητα να αξιώσει την επιστροφή των παρακάτω εξόδων:
Ο ηττηθείς διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του δικαστή, εφόσον λάβει σχετική άδεια. Αν ο εν λόγω διάδικος παρίσταται στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνεται η απόφαση, μπορεί να ζητήσει την άδεια του δικαστή κατά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.
Ο διάδικος που επιθυμεί να ασκήσει έφεση πρέπει να έχει βάσιμους λόγους (ή νόμιμη αιτία) για να το πράξει. Δεν μπορεί να εφεσιβάλει τη δικαστική απόφαση απλώς και μόνο επειδή θεωρεί ότι ήταν εσφαλμένη.
Αν ένας εκ των διαδίκων επιθυμεί να ασκήσει έφεση, πρέπει να δράσει γρήγορα. Η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει ο εκκαλών να ασκήσει την έφεση είναι σύντομη.
Αν ο ηττηθείς διάδικος δεν ήταν παρών ή δεν εκπροσωπήθηκε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ανακοπή κατά της ερήμην απόφασης και να ζητήσει την επανεξέταση της αγωγής.
Ο εν λόγω διάδικος έχει προθεσμία 14 ημερών μετά την επίδοση της απόφασης για την άσκηση της ανακοπής. Θα πρέπει να ζητήσει από το δικαστήριο το έντυπο Ν244 (γνωστοποίηση άσκησης ανακοπής) για την υποβολή της αίτησης.
Το δικαστήριο ενημερώνει τους διαδίκους για την ημερομηνία της ακροαματικής διαδικασίας η οποία θα διεξαχθεί ενώπιον δικαστή.
Ο δικαστής κάνει δεκτή την ανακοπή ερημοδικίας εφόσον:
ο διάδικος είχε βάσιμους λόγους που δικαιολογούν είτε
και ο διάδικος έχει εύλογη προοπτική επιτυχίας σε ενδεχόμενη επανάληψη της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.
Αν η ανακοπή ερημοδικίας του διαδίκου ευδοκιμήσει και η απόφαση ακυρωθεί το δικαστήριο ορίζει νέα επ’ ακροατηρίου συζήτηση για την εκδίκαση της διαφοράς. Σε περίπτωση που η διαφορά είναι απλή, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να εξετάσει αμέσως την υπόθεση μετά την εκδίκαση της αίτησης ανακοπής.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.